Γράφει ο Χείλων
Ο Αντίγονος Α’ o Μονόφθαλμος ή Κύκλωψ υπήρξε από τους σημαντικότερους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ένας εκ των ικανοτέρων διαδόχων. Πλησίασε περισσότερο από όλους στο να ενώσει την αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά τους Πολέμους των Διαδόχων και τελικά κατέληξε να πολεμά εναντίον των άλλων διεκδικητών, οι οποίοι συνασπίσθηκαν εναντίον του. Ήταν γιος του Φιλίππου – Μακεδόνα ευγενή από την Ελιμεία και διοικητής του στρατού με τον οποίον ο Μέγας Αλέξανδρος εκστράτευσε στην Ασία, το 334 π.Χ.
Το 333 π.Χ. ο στρατός του Αλεξάνδρου αφικνείται στις Κελαινές (σημερινό Δηνάριο) την πρωτεύουσα της Φρυγίας. Η πόλη ήταν πολύ ισχυρή για να πολιορκηθεί χωρίς να προκαλέσει καθυστέρηση στην προέλαση και έτσι ο Αλέξανδρος συμφώνησε σε υπό όρους παράδοση της φρουράς, προκειμένου να συνεχίσει την πορεία του. Στον Αντίγονο δόθηκε ο τίτλος του σατράπη της Φρυγίας μαζί με 1.500 μισθοφόρους και το 330 π.Χ. προστέθηκαν στην σατραπεία η Λυκία και Παμφυλία. Πρώτο καθήκον του ήταν να υλοποιήσει τους όρους της παράδοσης, καθότι θα κυβερνούσε την Φρυγία για την επόμενη δεκαετία, φροντίζοντας να κρατά ανοικτές τις γραμμές ανεφοδιασμού του Αλεξάνδρου από την Μακεδονία. Η πλέον σοβαρή απειλή εκδηλώθηκε αργότερα το ίδιο έτος, μετά την μεγάλη νίκη του Αλεξάνδρου στην μάχη της Ισσού, καθότι τμήμα του διασκορπισθέντος Περσικού στρατού κατέφυγε στην Καππαδοκία και την Παφλαγονία και ο Αντίγονος χρειάσθηκε ένα έτος και τρεις μάχες προκειμένου να τους νικήσει.
Στον απόηχο του θανάτου του Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) ο Αντίγονος παρέμεινε στην Φρυγία. Στην συμφωνία που συνήφθη στην Βαβυλώνα, ορίσθηκε να διατηρήσει τις υπάρχουσες θέσεις και του ανατέθηκε να βοηθήσει τον Ευμένη της Καρδίας προκειμένου να υποτάξει την Καππαδοκία και την Παφλαγονία, όπως και οι γειτονικοί σατράπες. Εν τω μεταξύ ο Λαμιακός πόλεμος στην Ελλάδα εμπόδισε τους σατράπες της δυτικής Μικράς Ασίας να βοηθήσουν τον Ευμένη, ενώ ο Αντίγονος απλά αρνήθηκε να βοηθήσει. Έτσι ο Περδίκκας, ο αντιβασιλέας της αυτοκρατορίας, ανέλαβε την αποστολή και μόλις ο Ευμένης εξασφάλισε την σατραπεία ζήτησε από τον Αντίγονο, να του υποβάλλει απολογισμό πεπραγμένων. Ο Αντίγονος, αντελήφθη ότι αυτό συνιστούσε κατάφορη προσβολή και κατέφυγε στον Αντίπατρο στη Μακεδονία.
Ο Α’ Πόλεμος Διαδόχων βρήκε δύο από τους σημαντικότερους διαδόχους του Αλεξάνδρου νεκρούς – ο μεν Περδίκκας δολοφονήθηκε από τα στρατεύματά του και ο Κρατερός φονεύθηκε σε μάχη. Μετά απ’ αυτό δόθηκε στον Αντίγονο η διοίκηση του βασιλικού στρατού στην Ασία (321 π.Χ.) και του ανατέθηκε η αποστολή να νικήσει τον Ευμένη, ο οποίος είχε καταδικαστεί ως υποστηρικτής του Περδίκκα. Αυτή η εκστρατεία έλαβε χώρα στο μεσοδιάστημα μεταξύ των Α’ και Β’ Πολέμων των Διαδόχων. Ο Αντίγονος ανάγκασε τον Ευμένη να οπισθοχωρήσει ανατολικά της Μικράς Ασίας και κατόπιν τον πολιόρκησε στο φρούριο Νώρα.
Ο Β’ Πόλεμος Διαδόχων ξέσπασε το 319 π.Χ μετά τον θάνατο του Αντιπάτρου, του ηλικιωμένου αντιβασιλέα της αυτοκρατορίας, ο οποίος είχε ορίσει ως διάδοχό του έναν επίσης ηλικιωμένο στρατηγό, τον Πολυπέρχοντα. Ο μεν γιος του Αντιπάτρου Κάσσανδρος ήθελε τον τίτλο για τον εαυτό του, ενώ ο Αντίγονος δεν ήθελε την παρουσία ενός επιπλέον ισχυρού αντιπάλου.
Η πρώτη του κίνηση του ήταν λανθασμένη, διότι προσφέρθηκε να άρει την πολιορκία στα Νώρα εφόσον ο Ευμένης τον ακολουθούσε στον αγώνα κατά του Πολυπέρχοντος. Ο Ευμένης συναίνεσε και αφού απελευθερώθηκε, στη συνέχεια άλλαξε στρατόπεδο, ενώνοντας τις δυνάμεις του με τον Πολυπέρχοντα, ως στρατηγός των στρατευμάτων της Ασίας.
Ο πόλεμος χωρίζεται σε δύο ξεχωριστές συγκρούσεις. Το 318 π.Χ ο Αντίγονος νικά τον στόλο των αντιπάλων του στο Βόσπορο, απομονώνοντας τον Ευμένη. Κατά τη διάρκεια των επομένων δύο ετών ο Αντίγονος ωθεί τον Ευμένη όλο και περισσότερο ανατολικότερα στην Φοινίκη και την Περσία μέσω της Μικράς Ασίας. Το μόνο που κερδίζει ο Ευμένης ήταν μια αμφιλεγόμενη νίκη, το 317 π.Χ στην Παραιτακηνή, καθότι το 316 π.Χ στην Γαβιηνή υπέστη οδυνηρή ήττα, αφού ο Αντίγονος είχε κατορθώσει να καταλάβει το στρατόπεδο του Ευμένη και να αιχμαλωτίσει τους οικείους των αργυρασπιδών (στρατιώτες που αποτελούσαν την Μακεδονική φάλαγγα μαζί με τους χαλκάσπιδες) οι οποίοι στον απόηχο της μάχης, «παρέδωσαν» τον Ευμένη στον Αντίγονο με αντάλλαγμα την επιστροφή των οικείων τους.

Νόμισμα Αντιγόνου του Μονόφθαλμου στο οποίο στην πίσω όψη αναγράφεται «βασιλέως Αντιγόνου»_wikipedia
Το εν λόγω γεγονός προσέδωσε στον Αντίγονο τακτικό πλεονέκτημα, καθότι ήλεγχε πλέον το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου στην Ασία, εκτός από την Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια του 316 – 315 π.Χ άρχισε να αντικαθιστά τους υπάρχοντες σατράπες με δικούς του υποστηρικτές. Είχε επίσης πρόσβαση στα δημόσια ταμεία της Περσίας, στα Εκβάτανα, Περσέπολη και Σούσα, αποκτώντας με αυτόν τον τρόπο 25.000 ταλέντα για να χρηματοδοτήσει τα στρατεύματά του. Τέλος, στράφηκε στο Σέλευκο, τον σατράπη της Βαβυλώνας. Επαναλαμβάνοντας την ενέργεια του Περδίκκα, ο Αντίγονος διέταξε τον Σέλευκο να του παραδώσει απολογισμό πεπραγμένων για τη σατραπεία του. Ο Σέλευκος κατέφυγε στον Πτολεμαίο της Αιγύπτου, όπου και ειδοποίησε τους αντιπάλους του Αντιγόνου για τις φιλοδοξίες του.
Ο Αντίγονος βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με τον συνασπισμό όλων των αντιπάλων του. Αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τους Πτολεμαίο, Λυσίμαχο και Κάσσανδρο τον συναντά στη Συρία και απαιτούν να παραδώσει την Συρία στον Πτολεμαίο, την Ελλησποντική Φρυγία στον Λυσίμαχο, την Λυκία, την Καππαδοκία στον Κάσσανδρο και να αποκαταστήσει την Βαβυλωνία στον Σέλευκο. Του ζητούν επίσης να διαμοιράσει το θησαυροφυλάκιο του Ευμένη. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Αντίγονος αρνήθηκε, επιλέγοντας αντ’ αυτού να πολεμήσει (Γ’ Πόλεμος Διαδόχων).
Ο πόλεμος ξεκινά ευνοϊκά για τον Αντίγονο. Καταλαμβάνει την Ιόππη και την Γάζα, ελέγχοντας την Κοίλη Συρία. Η Τύρος ανθίσταται περισσότερο και πέφτει το 314 π.Χ κατόπιν πολιορκίας. Προηγουμένως το 315 π.Χ ο Αντίγονος εξέδωσε διακήρυξη στην Τύρο με την οποία ανέπτυσσε τις θέσεις του, υποσχόμενος παράλληλα να υποστηρίξει την ελευθερία και αυτονομία των Ελληνικών πόλεων. Συγκέντρωσε επίσης τους Φοίνικες βασιλείς στην Τύρο και άρχισε την ναυπήγηση στόλου. Σε αυτό το διάστημα πιθανότατα ιδρύθηκε το Κοινόν των Νησιωτών – Σύνδεσμος των Κυκλάδων, μια συμμαχία των νησιών του Αιγαίου. Στην Ελλάδα συμμάχησε με τον Πολυπέρχοντα, ο οποίος τότε είχε περιορισθεί στην Πελοπόννησο και έστειλε στρατεύματα και χρήματα, υπό τις διαταγές του ανιψιού του Πολεμαίου. Ο Αντίγονος επικεντρώθηκε στο βόρειο πόλεμο, ενάντια στον Λυσίμαχο και τον Κάσσανδρο, αφήνοντας στον γιο του Δημήτριο την διοίκηση της Συρίας. Σημειώνεται ότι σύζυγος του Αντιγόνου ήταν η Στρατονίκη (κόρη του Κορράγου βασιλέα της Θράκης) με την οποία απέκτησε δύο γιούς τον Φίλιππο – ο οποίος απεβίωσε σε νεαρή ηλικία – και τον προαναφερθέντα Δημήτριο τον επονομαζόμενο Πολιορκητή.
Η κατάσταση αρχίζει να ξεδιαλύνει το 312 π.Χ., όταν ο Πτολεμαίος επιτίθεται στον Δημήτριο τον οποίον νικά στην Γάζα και ο Αντίγονος αρχίζει σοβαρές διαπραγματεύσεις με τον Λυσίμαχο και τον Κάσσανδρο, προκειμένου να αποκαταστήσει την κατάσταση στη Συρία. Αντιμέτωπος με την προοπτική να αντιμετωπίσει τον Αντίγονο μόνος του, ο Πτολεμαίος εντάσσεται στην ομάδα διαπραγματεύσεων και τελικά το 311 π.Χ υπογράφεται επίσημα συνθήκη ειρήνης. Η εν λόγω συνθήκη αναγνώριζε στον Κάσσανδρο την Ευρώπη, στον Λυσίμαχο την Θράκη, στον Πτολεμαίο την Αίγυπτο και στον Αντίγονο σην Ασία. Ο Αντίγονος ανέκτησε την Κοίλη Συρία, αλλά απέτυχε στους κύριους στόχους του. Μια παρενέργεια αυτής της ειρήνης ήταν η δολοφονία του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Αλεξάνδρου IV το επόμενο έτος από τον Κάσσανδρο.
Ο Σέλευκος δεν συμπεριελήφθη στην συνθήκη, καθότι στον απόηχο της Γάζας, είχε αποκτήσει δύναμη στη Βαβυλώνα και άρχισε να προωθείται στις άνω σατραπείες (Ιράν). Ο Αντίγονος ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον του Σελεύκου, αλλά νικήθηκε σε μάχη η οποία κατά πάσα πιθανότητα έλαβε χώρα κοντά στη Βαβυλώνα το 309 ή 308 π.Χ. Την εν λόγω ήττα πιθανώς ακολούθησε συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο ανδρών. Το επόμενο έτος βρίσκει τον Αντίγονο να ιδρύει νέα πρωτεύουσα, με το όνομα Αντιγονεία, κοντά στη μελλοντική θέση της Αντιόχειας. Η πόλη είχε μικρή διάρκεια ζωής, μετακομίζοντας το 300 π.Χ μετά το θάνατο του Αντιγόνου.
Η εύθραυστη ειρήνη έληξε το 306 π.Χ (Δ’ Πόλεμος Διαδόχων) ενώ ο πόλεμος μεταφέρεται στην Ελλάδα. Ο νέος γύρος των μαχών ξεκινά με μια σύγκρουση μεταξύ Πτολεμαίου και Αντιγόνου. Το πρώτο πεδίο μάχης ήταν η Κύπρος, όταν το 306 π.Χ., ο Αντίγονος διατάσσει τον γιο του Δημήτριο να κατακτήσει το νησί, αποστολή την οποία φέρει σε πέρας με επιτυχία.
Στον απόηχο αυτού του θριάμβου, ο Αντίγονος κάνει την μοιραία κίνηση και ανακηρύσσεται βασιλέας, ενόσω ο Αλέξανδρος Δ’ ήταν ζωντανός και οι διάδοχοι διατηρούσαν την ψευδαίσθηση ότι κυβερνούσαν επ’ ονόματι του. Το 306 π.Χ. τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του νεαρού βασιλέα, η Κύπρος παρέμενε η μόνη ξεκάθαρη επιτυχία του Αντιγόνου, ο οποίος μοιράζεται τον νέο τίτλο του με τον Δημήτριο, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο μια δυναστεία. Το επόμενο έτος, οι ανταγωνιστές του Αντιγόνου αυτοανακηρύσσονται βασιλείς.

Σκίτσο της αρχαίας πόλης της Ρόδου από το έτος 1861. Οι πληροφορίες σχετικά με τη θέση της θύρας (Archandia Bay) και το στρατόπεδο του Δημητρίου (Ε και F) αμφισβητούνται.
Τα γεγονότα των επόμενων πέντε ετών δεν εξελίσσονται αισίως για τον Αντίγονο και τον Δημήτριο, αρχής γενομένης με μια μεγάλη επίθεση στην Αίγυπτο, η οποία απέτυχε. Ακολούθησε η περίφημη πολιορκία της Ρόδου (305-304 π.Χ) από τον Δημήτριο, ο οποίος είχε τα προσωνύμια «Πορθητής» ή «Πολιορκητής» για τις επιτυχίες του στις πόλεις που πολιορκούσε. Παρά τις προσπάθειές του όμως ο Δημήτριος δεν κατάφερε να καταλάβει την πόλη, διότι ο Πτολεμαίος κατάφερε να διατηρήσει ανοικτές τις γραμμές ανεφοδιασμού.
Η πολιορκία ανεστάλη το 304 π.Χ, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη απειλή από τον Κάσσανδρο στην Ελλάδα. Ο Δημήτριος στάλθηκε πίσω στην ηπειρωτική χώρα, όπου κατέλαβε τον Ισθμό της Κορίνθου, την Ακροκόρινθο, την Αχαΐα και το μεγαλύτερο μέρος της Εύβοιας. Το 302 π.Χ ο Δημήτριος ιδρύει τον Συνασπισμό της Κορίνθου και κοντεύει να νικήσει τον Κάσσανδρο, ο οποίος διαμηνύει για ειρήνη. Ο Αντίγονος, ενδεχομένως «τυφλωμένος» από την προοπτική κατάκτησης της Μακεδονίας απορρίπτει την προσφορά ειρήνης. Το αποτέλεσμα της ματαιόδοξης ενέργειας του ήταν να συμμαχήσουν ο Κάσσανδρος, ο Λυσίμαχος, ο Πτολεμαίος και ο Σέλευκος εναντίον του.
Οι νέοι σύμμαχοι υιοθετούν ένα παρακινδυνευμένο σχέδιο. Εγκαταλείπουν την Μακεδονία και περνούν στην Μικρά Ασία, όπου ο Λυσίμαχος και ο Κάσσανδρος «απασχολούν» τον Αντίγονο κρατώντας τον ακινητοποιημένο, ενώ ο Σέλευκος μετακινεί τον στρατό του από την ανατολή. Αντί να στείλει τον Δημήτριο στην Μακεδονία, ο Αντίγονος τον ανακαλεί πίσω στην Ασία. Το 301 π.Χ οι δύο πλευρές συναντώνται στην Ιψό, σε μία από τις μεγαλύτερες μάχες των Ελληνιστικών χρόνων. Ο Δημήτριος ηγείται μιας επιτυχούς εφόδου του ιππικού, αλλά στη συνέχεια παρασύρεται στην καταδίωξη των αντιπάλων, ενόσω στο κύριο πεδίο μάχης οι ελέφαντες του Σέλευκου διασπούν τον στρατό του Αντιγόνου. Αποτέλεσμα είναι να σκοτωθεί ο Αντίγονος και ο Δημήτριος μόλις που προλαβαίνει να διαφύγει.
Με τον θάνατο του Αντιγόνου λήγει η κύρια φάση των Πολέμων των Διαδόχων. Ήταν ο τελευταίος από τους διαδόχους που επιθυμούσε την επανένωση της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, στις βάσεις της πολιτικής που είχε θέσει ο μεγάλος στρατηλάτης. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του ο Σέλευκος, είχε επίσης την ευκαιρία να επανενώσει μεγάλα τμήματα της αυτοκρατορίας, αλλά δυστυχώς δεν ήταν ο βασικός του στόχος.
Ο θάνατος του Αντιγόνου δεν έθεσε τέλος στην καριέρα του γιου του Δημητρίου ο οποίος επεδίωξε να γίνει βασιλέας της Μακεδονίας, πριν τελικά παραιτηθεί μετά από περίοδο συνεχών πολεμικών συγκρούσεων. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο εγγονός του Αντιγόνου, ο Αντίγονος Γονατάς, θα κατορθώσει να γίνει βασιλέας της Μακεδονίας, ιδρύοντας τη δυναστεία των Αντιγονιδών η οποία θα κυβερνούσε μέχρις ότου ο Περσέας καθαιρεθεί από τους Ρωμαίους σχεδόν 150 έτη αργότερα.
