Ὁ ἅγιος Δημήτριος μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Γεώργιο, εἶναι τὰ δυὸ παλληκάρια τῆς χριστιανοσύνης. Αὐτοὶ εἶναι κάτω στὴ γῆ, κ᾿ οἱ δυὸ ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ εἶναι ἀπάνω στὸν οὐρανό. Στὰ ἀρχαῖα χρόνια τοὺς ζωγραφίζανε δίχως ἄρματα, πλὴν στὰ κατοπινὰ τὰ χρόνια τοὺς παριστάνουνε ἀρματωμένους μὲ σπαθιὰ καὶ μὲ κοντάρια καὶ ντυμένους μὲ σιδεροπουκάμισα. Στὸν ἕναν ὦμο ἔχουνε κρεμασμένη τὴν περικεφαλαία καὶ στὸν ἄλλον τὸ σκουτάρι, στὴ μέση εἶναι ζωσμένοι τὰ λουριὰ ποὺ βαστᾶνε τὸ θηκάρι τοῦ σπαθιοῦ καὶ τὸ ταρκάσι πὄχει μέσα τὶς σαγίτες καὶ τὸ δοξάρι. Τὰ τελευταῖα χρόνια, ὕστερα ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης, οἱ δυὸ αὐτοὶ ἅγιοι καὶ πολλὲς φορὲς κι᾿ ἄλλοι στρατιωτικοὶ ἅγιοι ζωγραφίζουνται καβαλλικεμένοι ἀπάνω σὲ ἄλογα, σὲ ἄσπρο ὁ ἅγιος Γεώργης, σὲ κόκκινο ὁ ἅγιος Δημήτρης. Κι᾿ ὁ μὲν ἕνας κονταρίζει ἕνα θεριὸ κι᾿ ὁ ἄλλος ἕναν πολεμιστή, τὸν Λυαῖο.
