Quantcast
Channel: Χείλων
Viewing all 951 articles
Browse latest View live

Η Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

$
0
0
Θυρεός ο οποίος απεικονίζει τα κράτη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας_χειροποίητη ξυλογραφίας 1510_πηγή wikimedia commons

Θυρεός ο οποίος απεικονίζει τα κράτη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας_χειροποίητη ξυλογραφία 1510_πηγή wikimedia commons

απόσπασμα από το έργο του Georg Ostrogorsky «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους»
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 1978
Τίτλος πρωτοτύπου: GESCHICHTE DES BYZANTINISCHEN STAATES
Μετάφραση: ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
Επιστημονική εποπτεία: ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Κ. ΧΡΥΣΟΣ

———————————–

Η Ρωμαϊκή πολιτική θεωρία, ο Ελληνικός πολιτισμός και η Χριστιανική πίστη αποτελούν τα κύρια στοιχεία που καθόρισαν την εξέλιξη του Βυζαντίου. Χωρίς αυτά τα τρία στοιχεία είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το Βυζάντιο. Η σύνθεση του Ελληνικού πολιτισμού με τη Χριστιανική θρησκεία στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οδήγησε στη γένεση του ιστορικού εκείνου φαινομένου που ονομάζουμε Βυζαντινή αυτοκρατορία.

Η σύνθεση αυτή πραγματοποιήθηκε όταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μετατόπισε το κέντρο της στην Ανατολή, μετά την κρίση που ξέσπασε τον 3ο αιώνα. Συγκεκριμένη μορφή έλαβε με την αναγνώριση του Χριστιανισμού από το Imperium Romanum και την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας στον Βόσπορο. Τα δύο αυτά γεγονότα, δηλαδή η νίκη του Χριστιανισμού και η οριστική μετάθεση του πολιτικού κέντρου του κράτους στην εξελληνισμένη Ανατολή, εγκαινιάζουν τη Βυζαντινή εποχή.

Στην πραγματικότητα η Βυζαντινή ιστορία είναι μία νέα φάση της Ρωμαϊκής ιστορίας, όπως και το Βυζαντινό κράτος είναι βασικά η συνέχεια του Imperium Romanum. Βέβαια το επίθετο «Βυζαντινός» χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους και ήταν άγνωστο στους ονομαζόμενους «Βυζαντινούς». Αυτοί χρησιμοποιούσαν συνήθως το όνομα «Ρωμαίοι», θεωρούσαν τον αυτοκράτορα τους  Ρωμαίο ηγεμόνα, διάδοχο και κληρονόμο των παλαιών Ρωμαίων Καισάρων. Έμειναν πιστοί στο όνομα της Ρώμης όσο χρόνο διήρκεσε η αυτοκρατορία και οι Ρωμαϊκές πολιτικές παραδόσεις κυριάρχησαν ως το τέλος στην πολιτική τους συνείδηση και βούληση. Η Ρωμαϊκή πολιτική θεωρία συνένωσε τα ετερογενή εθνικά φύλα της αυτοκρατορίας και η Ρωμαϊκή ιδέα της παγκόσμιας κυριαρχίας καθόρισε τη θέση της αυτοκρατορίας απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο.

Ως κληρονόμος του Ρωμαϊκού Imperium το Βυζάντιο πίστευε ότι ήταν η μοναδική αυτοκρατορία πάνω στη γη και διεκδικούσε κυριαρχικό ρόλο πάνω σε όλες τις χώρες που ανήκαν κάποτε στον Ρωμαϊκό κόσμο (orbis) και τώρα είχαν γίνει τμήματα της Χριστιανικής οικουμένης. Η σκληρή όμως πραγματικότητα ανέτρεψε προοδευτικά την εν λόγω αξίωση. Πάντως τα κράτη που δημιουργήθηκαν μέσα στο χώρο της Χριστιανικής οικουμένης στο παλαιό Ρωμαϊκό έδαφος, παράλληλα με το Ρωμαιο-Βυζαντινό κράτος, δεν θεωρήθηκαν νομικά και ιδεολογικά ισότιμα με αυτό

Χάρτης Orbis Romanus Christianus_1850-1870_πηγή University of North Texas Libraries

Χάρτης Orbis Romanus Christianus_1850-1870_πηγή University of North Texas Libraries

Δημιουργήθηκε μια περίπλοκη ιεραρχία κρατών, στην κορυφή της οποίας βρισκόταν ο ηγεμόνας του Βυζαντίου ως Ρωμαίος αυτοκράτορας και ως κεφαλή της Χριστιανικής οικουμένης. Στην πρώτη Βυζαντινή εποχή η πολιτική της αυτοκρατορίας απέβλεπε στην άσκηση άμεσης κυριαρχίας πάνω στον orbis romanus, ενώ στη μέση και την ύστερη Βυζαντινή εποχή η διατήρηση της θεωρητικής αυτής ηγεμονίας αποτελούσε τον άξονα, γύρω από τον οποίο στρεφόταν η πολιτική της αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, αν και το Βυζάντιο διατήρησε συνειδητά τον σύνδεσμό του με την παλαιά Ρώμη και για λόγους θεωρητικούς και πρακτικούς επέμενε στη διατήρηση της Ρωμαϊκής κληρονομιάς, με την πάροδο του χρόνου απομακρύνθηκε σιγά – σιγά από τις αρχικές Ρωμαϊκές θέσεις. Ενώ στο χώρο του πολιτισμού και της γλώσσας επικρατεί προοδευτικά το Ελληνικό πνεύμα και παράλληλα αυξάνει η επιρροή της Εκκλησίας στη ζωή των Βυζαντινών, οι εξελίξεις στον οικονομικό, τον κοινωνικό και τον πολιτικό χώρο οδηγούν αναγκαστικά στο σχηματισμό μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής δομής, έτσι που στον πρώιμο ήδη μεσαίωνα να εμφανίζεται ένα νέο ουσιαστικά κράτος με νέο διοικητικό σύστημα. Σε αντίθεση με την αντίληψη που επικρατούσε άλλοτε είναι φανερό ότι η εξέλιξη του παλαιού Βυζαντινού κράτους είναι έντονα δυναμική. Όλα βρίσκονται σε κίνηση, σε αδιάκοπη αναδιαμόρφωση και ανανέωση. Έτσι, όταν η ιστορική αυτή εξέλιξη φθάνει στο τέρμα της, το κράτος των Βυζαντινών δεν έχει πια τίποτε το κοινό με το παλαιό Ρωμαϊκό imperium, εκτός βέβαια από το όνομα και τις παραδοσιακές αξιώσεις, που όμως έμειναν ανεκπλήρωτες.

Πάντως στην πρώτη του εποχή το Βυζαντινό κράτος είναι ακόμη πραγματικά Ρωμαϊκό και η ζωή του διαποτίζεται από τη Ρωμαϊκή παράδοση. Η εποχή αυτή θα μπορούσε εξίσου να ονομασθεί πρώιμη Βυζαντινή όσο και υστερο-Βυζαντινή, αφού περιλαμβάνει τους τρεις πρώτους αιώνες της Βυζαντινής ή τους τρεις τελευταίους αιώνες της Ρωμαϊκής ιστορίας. Είναι μια χαρακτηριστική εποχή μεταβάσεως από το Ρωμαϊκό imperium στη μεσαιωνική Βυζαντινή αυτοκρατορία, στην ιστορική πορεία της οποίας ο παλαιός Ρωμαϊκός τρόπος ζωής παραχωρεί σταδιακά τη θέση του στα νέα Βυζαντινά στοιχεία.

Ειδικότερα οι καταβολές της Βυζαντινής ιστορίας βρίσκονται στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως τη διαμόρφωσε η κρίση του 3ου αιώνα. Η οικονομική εξαθλίωση της εποχής αυτής είχε τρομακτικές επιπτώσεις στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Η Ανατολή μπόρεσε να αντέξει με επιτυχία στην κρίση, γεγονός που προδιαγράφει την κατοπινή εξέλιξη και εξηγεί τη «Βυζαντινοποίηση» του Ρωμαϊκού κράτους. Πάντως και η Ανατολή (pars orientalis) πέρασε την ίδια κρίση, που ήταν μια κρίση γενική όλης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την εξαθλιωμένη οικονομική και κοινωνική δομή της και δεν απέφυγε την οικονομική κατάρρευση, που συνοδεύθηκε από μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αναστατώσεις. Βέβαια, στην Ανατολή δεν σημειώθηκε η ίδια μείωση του πληθυσμού και η κατάπτωση της αστικής ζωής και της οικονομίας δεν ήταν το ίδιο ανεπανόρθωτη όπως στη Δύση.

Ωστόσο κι εδώ η οικονομική ζωή διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο από την έλλειψη εργατικών χεριών και το εμπόριο και η βιοτεχνία σημείωσαν αισθητή πτώση, όπως άλλωστε έγινε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Η κρίση του 3ου αιώνα οδήγησε στην κατάρρευση του αρχαίου αστικού τρόπου ζωής. Έτσι είναι γενικό το φαινόμενο της αυξήσεως της μεγάλης γαιοκτησίας (latifundium). Σε ολόκληρη την αυτοκρατορία εδραιώθηκε σταθερά η μεγάλη ιδιωτική γαιοκτησία σε βάρος των μικρών γαιοκτημόνων και της δημόσιας περιουσίας. Συνέπεια της παρακμής της μικρής γαιοκτησίας υπήρξε η προοδευτική προσκόλληση των χωρικών στα κτήματα, γεγονός μάλιστα που ενισχύθηκε από την έλλειψη εργατικού δυναμικού. Η υποτέλεια των χωρικών ήταν βέβαια μόνο μια ειδική περίπτωση μέσα στο γενικό φαινόμενο της αναγκαστικής προσδέσεως του πληθυσμού στα επαγγέλματά του, που από την εποχή της κρίσεως του 3ου αιώνα αποτελεί σταθερή πολιτική του φθίνοντος Ρωμαϊκού κράτους. Οπωσδήποτε η μορφή αυτή της οικονομίας αποτέλεσε το θεμέλιο του αυταρχικού κράτους.

Διοκλητιανός

Διοκλητιανός

Το καθεστώς της Ρωμαϊκής ηγεμονίας (principatus) αφανίσθηκε με τις θύελλες της εποχής της μεγάλης κρίσεως και αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από το σύστημα της δεσποτείας (dominatus) του Διοκλητιανού. Από αυτό προήλθε στην πραγματικότητα η Βυζαντινή αυτοκρατορία. Το παλαιό σύστημα διοικήσεως των δήμων στις Ρωμαϊκές πόλεις είχε αρχίσει να καταρρέει. Ολόκληρη η κρατική διοίκηση συγκεντρώθηκε στα χέρια του αυτοκράτορα και του σώματος των επιτελών του· το σώμα τούτο οργανώθηκε συστηματικά και έγινε το στήριγμα του Βυζαντινού αυταρχικού κράτους. Το Ρωμαϊκό σύστημα των δημόσιων λειτουργών (magistratus) παραχώρησε τη θέση του στη Βυζαντινή γραφειοκρατία. Ο αυτοκράτορας δεν είναι πλέον ο ανώτατος δημόσιος λειτουργός, αλλά ο απόλυτος δεσπότης, που η εξουσία του δε στηρίζεται τόσο σε γήινους παράγοντες όσο στο θέλημα του θεού. Τα χρόνια άλλωστε της κρίσεως με τις σκληρές μάστιγες και δοκιμασίες, εγκαινιάζουν μια εποχή θρησκευτικότητας και στροφής προς τα υπερκόσμια.

Ωστόσο η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας δεν εξαφανίσθηκε τελείως. Η σύγκλητος, ο οργανωμένος σε δήμους αστικός πληθυσμός και ο στρατός αποτέλεσαν πολιτικές δυνάμεις, που ιδιαίτερα κατά την πρώτη Βυζαντινή εποχή περιόριζαν αισθητά την αυτοκρατορική εξουσία. Με την πάροδο όμως του χρόνου η βασιλική παντοκρατορία απορρόφησε και τους τρεις αυτούς παράγοντες, που είχαν τις ρίζες τους στο Ρωμαϊκό παρελθόν. Από την άλλη μεριά, η Εκκλησία αποκτούσε συνεχώς και μεγαλύτερη σημασία και δύναμη ως πνευματικός παράγοντας. Κατά την πρώτη Βυζαντινή εποχή ο αυτοκράτορας ελέγχει σχεδόν απεριόριστα την εκκλησιαστική ζωή και σύμφωνα με τις Ρωμαϊκές αρχές, καθορίζει τη θρησκεία των υπηκόων του ως υπόθεση δημόσιου δικαίου (ius publicum).

Κατά τους μέσους όμως χρόνους η Εκκλησία επιβάλλεται αναγκαστικά και στο Βυζάντιο ως δυναμικός παράγοντας, που θέτει ισχυρούς φραγμούς στην αυτοκρατορική εξουσία. Τούτο φαίνεται από τις συγκρούσεις ανάμεσα στην κοσμική και την πνευματική εξουσία, που δεν λείπουν ούτε στο Βυζάντιο και από τις οποίες δεν βγαίνει πάντοτε νικητής ο αυτοκράτορας. Ωστόσο το Βυζάντιο δεν το χαρακτηρίζει η διαμάχη μεταξύ του imperium και του sacerdotium, αλλά ο στενός και βαθύς σύνδεσμος μεταξύ κράτους και Εκκλησίας, δηλαδή η ουσιαστική αλληλεξάρτηση του Ορθόδοξου κράτους και της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα σε έναν ενιαίο κρατικο – εκκλησιαστικό οργανισμό. Είναι πολύ συνηθισμένη η σύμπτωση συμφερόντων και των δύο εξουσιών όπως και η σταθερή συνεργασία τους κάθε φορά που κίνδυνοι απειλούσαν τη θεόδοτη τάξη, είτε από εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους του αυτοκράτορα είτε από τους εχθρικούς προς την Εκκλησία αιρετικούς. Από την άλλη όμως πλευρά η σύμπραξη αυτή παρασύρει αναπόδραστα την Εκκλησία κάτω από την άμεση κηδεμονία του παντοδύναμου αυτοκράτορα. Έτσι η υπεροχή της αυτοκρατορικής εξουσίας σε σχέση με την εκκλησιαστική θα καταστεί η χαρακτηριστική και κανονική σχέση για όλες τις εποχές του Βυζαντίου.

Ο αυτοκράτορας δεν είναι μόνο ο ανώτατος διοικητής του στρατού, ο ανώτατος δικαστής και ο μοναδικός νομοθέτης, είναι ακόμη ο προστάτης της Εκκλησίας και της ορθής πίστεως. Είναι ο εκλεκτός του Θεού, και γι’ αυτό όχι μόνο ο αυθέντης και δεσπότης, αλλά και η ζωντανή εικόνα του Χριστιανικού κράτους που του εμπιστεύθηκε ο Θεός. Υπερυψωμένος πάνω από τη γήινη και ανθρώπινη σφαίρα, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το Θεό και γίνεται αντικείμενο μιας ιδιότυπης πολιτικής και θρησκευτικής λατρείας. Η λατρεία αυτή γίνεται καθημερινά στη βασιλική Αυλή, σε ένα πλαίσιο εντυπωσιακής τελετουργίας, με τη σύμπραξη της Εκκλησίας και όλου του κόσμου της Αυλής. Εκφράζεται ακόμη με τις εικόνες που παριστάνουν τον φιλό Χριστο αυτοκράτορα, με κάθε προσφώνηση που απευθύνει ή δέχεται σε δημόσιο χώρο. Οι υπήκοοι του κράτους είναι δούλοι του. Όταν τους παραχωρείται η εύνοια να αντικρύσουν το πρόσωπό του, τον χαιρετούν όλοι, ακόμη και οι ανώτατοι στην τάξη, υποκλινόμενοι σε προσκύνηση ως το έδαφος.

Pars Orientalis

Pars Orientalis

Βέβαια η θαμβωτική λαμπρότητα του τελετουργικού της Βυζαντινής Αυλής όπως και η αυτοκρατορική παντοδυναμία που αντικατοπτρίζει, έχουν τις ρίζες τους στην Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή παράδοση. Από την παράδοση αυτή, που ήταν ήδη διαποτισμένη με ορισμένα ανατολικά στοιχεία, προέρχεται η ξεχωριστή λαμπρότητα, της Βυζαντινής Αυλής, που ενισχύθηκε και με άλλα απ’ ευθείας δάνεια από την Ανατολή, τόσο από το βασίλειο των Σασσανιδών όσο αργότερα και από το αραβικό Χαλιφάτο.

Ο Βυζαντινός κόσμος όχι μόνο προήλθε από τον Ελληνιστικό, αλλά συνδεόταν μαζί του και με εσωτερική συγγένεια. Όπως στον Ελληνιστικό έτσι και στο Βυζαντινό κόσμο, τα διάφορα στοιχεία συνδέονται και εναρμονίζονται μεταξύ τους σε ένα κοινό πολιτιστικό σύνολο. Και οι δύο αυτοί κόσμοι, ιδιαίτερα όμως το Βυζάντιο, έχουν κάτι το επιγονικό και εκλεκτικό. Και οι δύο αντλούν από την κληρονομιά μεγαλύτερων και δημιουργικότερων πολιτισμών, και η ιστορική τους προσφορά δεν συνίσταται στη δική τους δημιουργικότητα, όσο στη σύνθεση.

Ο άνθρωπος και των δύο αυτών κόσμων είναι από πολιτιστική άποψη ο τύπος του συλλέκτη. Βέβαια είναι μοιραίο από το έργο του συλλέκτη να λείπει το πνευματικό σφρίγος, ενώ η μίμηση ισοπεδώνει το νόημα και το περιεχόμενο του προτύπου, και το αρχικό κάλλος της μορφής μεταβάλλεται σε κενή, συμβατική ρητορεία. Ωστόσο, είναι εξίσου ορθό ότι το Βυζάντιο προσέφερε μια μεγάλη και ιστορική υπηρεσία με το να διατηρήσει με αγάπη τα αρχαία πολιτιστικά αγαθά, να καλλιεργήσει το Ρωμαϊκό δίκαιο και την Ελληνική παιδεία. Τα δύο μεγάλα μεγέθη και συνάμα οι δύο αντίποδες της αρχαιότητας, η Ελλάδα και η Ρώμη, αναπτύσσονται μαζί πάνω στο Βυζαντινό έδαφος.

Τα μεγαλύτερα επιτεύγματά τους, το Ρωμαϊκό κρατικό σύστημα και ο Ελληνικός πολιτισμός, ενώνονται σε μια νέα μορφή και συνδέονται άρρηκτα με το Χριστιανισμό, τον οποίο παλαιότερα τόσο το κράτος όσο και οι πολιτιστικοί φορείς τον έβλεπαν ως τον μεγάλο εχθρό τους. Το Χριστιανικό Βυζάντιο δεν αποστρέφεται ούτε την εθνική τέχνη ούτε την εθνική σοφία. Όπως το Ρωμαϊκό δίκαιο παρέμεινε πάντοτε η βάση του νομικού συστήματος και της νομικής συνειδήσεως των Βυζαντινών, έτσι και ο Ελληνικός πολιτισμός παρέμεινε πάντοτε το θεμέλιο της πνευματικής τους ζωής. Η Ελληνική επιστήμη και φιλοσοφία, η Ελληνική ιστοριογραφία και ποίηση αποτελούν το μορφωτικό αγαθό και των πιο ευσεβών Βυζαντινών. Ακόμη και η Βυζαντινή Εκκλησία οικειοποιήθηκε την πνευματική κληρονομιά της αρχαίας φιλοσοφίας και χρησιμοποίησε την ορολογία της για τη διαμόρφωση της Χριστιανικής δογματικής διδασκαλίας.

Από την προσήλωση στις αρχαίες παραδόσεις η Βυζαντινή αυτοκρατορία αντλούσε ιδιαίτερη δύναμη. Ριζωμένο στην Ελληνική παράδοση στάθηκε το Βυζάντιο για μια χιλιετία το σπουδαιότερο κέντρο πολιτισμού και παιδείας στον κόσμο. Ριζωμένο εξ άλλου στην πολιτειακή παράδοση του Ρωμαϊκού κράτους διατήρησε ως κρατικός μηχανισμός ξεχωριστή θέση μέσα στον μεσαιωνικό κόσμο. Το Βυζαντινό κράτος διαθέτει ένα μοναδικό διοικητικό μηχανισμό, με καλά διαρθρωμένες και εκπαιδευμένες δημόσιες υπηρεσίες, διαθέτει επίσης μια ασυναγώνιστη πολεμική τεχνική, εξαίρετο νομικό σύστημα και πολύ αναπτυγμένο οικονομικό και δημοσιονομικό μηχανισμό. Έχει στη διάθεσή του πλούσιες παραγωγικές πηγές, και το νόμισμά του γίνεται ολοένα και περισσότερο η βάση της οικονομίας του.

Στον τομέα αυτό το Βυζάντιο διακρίνεται ουσιαστικά από τις λοιπές χώρες της ύστερης αρχαιότητας και του μεσαίωνα, που είχαν πρωτόγονη, ανταλλακτική οικονομία. Η δύναμη και το κύρος του Βυζαντίου στηρίζονται πάνω απ’ όλα στον χρηματικό του πλούτο, του οποίου τα πιστωτικά αποθέματα ήταν σχεδόν ανεξάντλητα στις περιόδους ακμής. Από την άλλη όμως μεριά το κράτος αναπτύσσει αυστηρή διαχείριση του δημόσιου χρήματος με αποτέλεσμα να ελέγχει απόλυτα κάθε οικονομική πράξη, ενώ συγχρόνως το τέλεια οργανωμένο διοικητικό σύστημα γίνεται το όργανο για την πιο ανελέητη εκμετάλλευση. Οι πολυδαίδαλες δημόσιες υπηρεσίες, το στήριγμα αυτό του γραφειοκρατικού κράτους, χαρακτηρίζονται από μεγάλη διαφθορά. Η παροιμιώδης δωροδοκία και απληστία των Βυζαντινών δημόσιων υπαλλήλων ήταν το μόνιμο φόβητρο των πολιτών. Ο πλούτος και το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο του κράτους αποκτήθηκαν με τίμημα την εξαθλίωση και την έλλειψη έννομης προστασίας και ελευθερίας των απλών πολιτών.

Μέγας Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Aurelius Constantinus Augustus, 27 Φεβρουαρίου 272 - 22 Μαΐου 337)

Μέγας Κωνσταντίνος (Flavius Valerius Aurelius Constantinus Augustus, 27 Φεβρουαρίου 272 – 22 Μαΐου 337)

Ο Διοκλητιανός με το σπουδαίο μεταρρυθμιστικό του έργο επιχείρησε να αντιμετωπίσει τη νέα κατάσταση, που προκάλεσε η κρίση του 3ου αιώνα. Αξιοποίησε ό,τι καλό είχε το παλαιό σύστημα, αλλά και δέχθηκε ή εισήγαγε αναγκαίες τροποποιήσεις· έτσι πέτυχε ν’ αναδιοργανώσει ουσιαστικά ολόκληρη τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος συμπλήρωσε και τελειοποίησε το μεταρρυθμιστικό έργο του Διοκλητιανού με αποτέλεσμα να προκύψει ένα νέο σύστημα, που έγινε η βάση της Βυζαντινής διοικήσεως. Η νέα διοικητική τάξη του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου επικράτησε σ’ όλη την πρωτο Βυζαντινή περίοδο. Τα βασικά της όμως χαρακτηριστικά, όπως η απολυταρχία του αυτοκράτορα, η συγκέντρωση της κρατικής εξουσίας και η γραφειοκρατική διακυβέρνηση, διατηρήθηκαν όσο χρόνο έζησε και το Βυζαντινό κράτος.

Τα μέτρα που έθεσαν σε εφαρμογή ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος απέβλεπαν στη σταθεροποίηση και την αύξηση της αυτοκρατορικής εξουσίας και επιρροής, που είχαν κλονισθεί κατά την εποχή της κρίσεως. Έτσι εξηγείται η προσπάθειά τους όχι μόνο να περιορίσουν την επιρροή της συγκλήτου και των λοιπών πολιτειακών παραγόντων, που προέρχονταν από το δημοκρατικό παρελθόν της Ρώμης, αλλά και να καθορίσουν με ακρίβεια τις αρμοδιότητες των κυβερνητικών φορέων και να εμποδίσουν κάθε τυχόν επικίνδυνη συγκέντρωση εξουσίας. Επέβαλαν λοιπόν έναν αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής διοικήσεως, όπως και μεταξύ της κεντρικής και της επαρχιακής οργανώσεως. Οι επί μέρους κλάδοι της διοικήσεως κατέληγαν στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, που βρίσκεται στην κορυφή της κρατικής ιεραρχίας και κατευθύνει όλη την κρατική μηχανή από το κέντρο.

Ωστόσο η απέραντη έκταση της αυτοκρατορίας επέβαλλε τη διαίρεσή της σε μικρότερες διοικητικές μονάδες για να εξασφαλισθεί ο δραστικότερος έλεγχός τους. Ο Διοκλητιανός υιοθέτησε τον γνωστό και από την εποχή των πρώιμων αυτοκρατορικών χρόνων θεσμό της συμβασιλείας και δημιούργησε το σύστημα της τετραρχίας, μοιράζοντας την εξουσία σε δύο Αυγούστους και δύο Καίσαρες. Ο ένας Αύγουστος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του ανατολικού και ο άλλος του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Κάθε Αύγουστο τον επικουρούσε και ένας Καίσαρ, που εκλεγόταν όχι με κριτήριο την εξ αίματος συγγένεια αλλά τις προσωπικές του ικανότητες και συνδεόταν μετά με τον Αύγουστό του με υιοθεσία. Τον Αύγουστο μετά την αποχώρησή του έπρεπε να διαδεχθεί ο Καίσαρ, ο οποίος στην συνέχεια εξέλεγε τον νέο Καίσαρα για να συμπληρωθεί η τετραρχία. Το σύστημα όμως αυτό, πολύ λογικό στη σύλληψή του, είχε ως συνέπεια ατέλειωτους εμφύλιους πολέμους. Από τους αιματηρούς αυτούς αγώνες για τη διαδοχή βγήκε νικητής και επικράτησε ως μονοκράτορας ο Κωνσταντίνος, ο οποίος εγκαθίδρυσε πάλι μια πολυκέφαλη συλλογική εξουσία και στις τελευταίες του στιγμές, διαίρεσε και πάλι την αυτοκρατορία σε τμήματα. Πάντως δεν υιοθέτησε το περίτεχνο σύστημα εκλογής ηγεμόνων του Διοκλητιανού, αλλά διαμοίρασε την αυτοκρατορία στους επιγόνους του. Όμως κι αυτός ο τρόπος της οικογενειακής βασιλείας κατέληξε σε σκληρές και αιματηρές συγκρούσεις. Παρά ταύτα διατηρήθηκε η αρχή της διαιρέσεως της αυτοκρατορίας και επικράτησε γενικά το σύστημα της συλλογικής εξουσίας.

Χάρτης των δώδεκα διοικήσεων που προέκυψαν με την διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού_© copyrights  ΙΜΕ/FHW

Χάρτης των δώδεκα διοικήσεων που προέκυψαν με την διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού_© copyrights ΙΜΕ/FHW

Η αναδιοργάνωση της επαρχιακής διοικήσεως, που πραγματοποίησε ο Διοκλητιανός, έθεσε τέλος στην προνομιακή θέση της Ιταλίας και κατήργησε τη διάκριση μεταξύ αυτοκρατορικών και συγκλητικών επαρχιών, που από καιρό είχε χάσει τη σημασία της. Τώρα πια όλες οι επαρχίες υπάγονταν αποκλειστικά στον αυτοκράτορα. Η άλλοτε κυρίαρχη Ιταλία διαιρέθηκε σε επαρχίες και υποβλήθηκε στην υποχρέωση καταβολής φόρων όπως και όλες οι άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι οι μεγάλες επαρχίες κατακερματίσθηκαν σε μικρές ενότητες με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των επαρχιών. Η αυτοκρατορία αριθμούσε στην εποχή του Διοκλητιανού 100 περίπου επαρχίες, ενώ στον 5ο αιώνα περισσότερες από 120. Εκτός τούτου ο Διοκλητιανός διαίρεσε το κράτος σε 12 διοικήσεις (dioecesis) που αυξήθηκαν στα τέλη του 4ου αιώνα σε 14. Τέλος ο Κωνσταντίνος διαίρεσε την αυτοκρατορία σε «επαρχότητες» (praefecturae)· κάθε επαρχότητα περιλάμβανε περισσότερες διοικήσεις και κάθε διοίκηση περισσότερες επαρχίες. Οι επαρχίες δηλαδή αποτέλεσαν τμήματα διοικήσεων και οι διοικήσεις τμήματα των επαρχοτήτων, έτσι ώστε διαμορφώθηκε ένα συγκεντρωτικό και ιεραρχικά οργανωμένο διοικητικό σύστημα. Αρχικά η έκταση και ο αριθμός των επαρχοτήτων δεν ήταν σταθερός, αργότερα όμως, από τα τέλη του τέταρτου αιώνα, διαμορφώθηκαν σταθερά τα όριά τους.

Η αχανής επαρχότητα της Ανατολής (praefectura praetorio per Orientem) αποτελείτο από τις 5 διοικήσεις της Αιγύπτου (Aegyptus) Ανατολής (Oriens) Πόντου (Pontus) Ασιανής (Asiana) και Θράκης (Thracia) δηλ. από την Αίγυπτο και Λιβύη (την Κυρηναϊκή) την Εγγύς Ανατολή και τη Θράκη. Δίπλα σ’ αυτήν οργανώθηκε το Ιλλυρικό (praefectura praetorio per Illyricum) που αποτελούσαν οι διοικήσεις της Δακίας (Dacia) και Μακεδονίας (Macedonia) δηλαδή η Ελλάδα και τα κεντρικά Βαλκάνια. Η Ιταλική επαρχότητα (praefectura praetorio Illyrici, Italiae et Africae) περιλάμβανε εκτός από την Ιταλία το μεγαλύτερο τμήμα της Λατινικής Αφρικής όσο και τη Δαλματία (Dalmatia) Παννονία (Pannonia) Νορικό (Noricum) και Ραίτια (Raetia). Η Γαλατική επαρχότητα (praefectura praetorio Galliarum) αποτελείτο από την Ρωμαϊκή Βρεταννία και Γαλλία, την Ιβηρική Χερσόνησο και το απέναντί της δυτικό τμήμα της Μαυριτανίας. Έτσι κάθε επαρχότητα περιλάμβανε τα εδάφη που περικλείουν πολλά σημερινά κράτη. Επικεφαλής κάθε επαρχότητας ήταν ο έπαρχος των Πραιτωρίων, αν και συχνά το αξίωμα τούτο ασκήθηκε συλλογικά από δύο επάρχους. Ο έπαρχος των πραιτωρίων της Ανατολής (με έδρα την Κωνσταντινούπολη) και της Ιταλίας (Ρώμη) ήταν οι δύο ανώτατοι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας. Ακολουθούσαν στην ιεραρχία οι έπαρχοι των πραιτωρίων του Ιλλυρικού, με έδρα τη Θεσσαλονίκη και της Γαλατίας.

Ο Μέγας Δουξ Αλέξιος Απόκαυκος (1341-1345) στο έδρανό του.

Ο Μέγας Δουξ Αλέξιος Απόκαυκος (1341-1345) στο έδρανό του_πηγή wikipedia

Το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό του διοικητικού συστήματος του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου ήταν όπως ελέχθη ο ουσιαστικός χωρισμός της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία. Την πολιτική διοίκηση της επαρχίας ασκούσε αποκλειστικά ο διοικητής της, την στρατιωτική εξουσία ασκούσε ο Δουξ (dux) που διοικούσε τα στρατεύματα μιας ή περισσότερων επαρχιών. Η αρχή αυτή εφαρμόσθηκε σχολαστικά σε ολόκληρη την επαρχιακή διοίκηση. Ακόμη και το αξίωμα του επάρχου των πραιτωρίων, που ήταν η μοναδική κυβερνητική θέση της εποχής του Διοκλητιανού, η οποία συνδύαζε πολιτική και στρατιωτική εξουσία, έχασε με τον Κωνσταντίνο οριστικά την αρχική στρατιωτική του σημασία και μετατράπηκε σε καθαρά πολιτικό αξίωμα. Ωστόσο και με την μορφή αυτή διατήρησε κατά τη διάρκεια της πρώτης Βυζαντινής εποχής εξαιρετικά ευρείες αρμοδιότητες.

Οι έπαρχοι των πραιτωρίων επιχείρησαν να αυξήσουν ακόμη περισσότερο την εξουσία που κατείχαν ως εκπρόσωποι του αυτοκράτορα, με ασυγκάλυπτο ανταγωνισμό προς τα όργανα της κεντρικής διοικήσεως. Η εξουσία τους αποτελεί το διακριτικό γνώρισμα της πρώιμης Βυζαντινής διοικήσεως και χαρακτηρίζει κατά κάποιο τρόπο ολόκληρο το σύστημα. Από την άλλη όμως μεριά οι αυτοκράτορες προσπαθούσαν συστηματικά να περιστείλουν τη δύναμη των επάρχων των πραιτωρίων, περιόριζαν το χώρο της επιρροής τους, υποστηρίζοντας φανερά τους αναπληρωτές (βικαρίους) δηλ. τους προϊσταμένους των διοικήσεων και προπαντός διευρύνοντας σε βάρος τους τις αρμοδιότητες ορισμένων οργάνων της κεντρικής διοικήσεως. Στον εσωτερικό αυτόν ανταγωνισμό ανάμεσα στους κυβερνητικούς φορείς βρίσκεται το δυναμικό στοιχείο στην εξέλιξη του διοικητικού συστήματος της πρώιμης Βυζαντινής εποχής.

Τόγα

Τόγα

Η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη εξαιρέθηκαν από την αρμοδιότητα των επάρχων των πραιτωρίων. Οι πόλεις αυτές υπάγονταν σε ανεξάρτητους «πολίαρχους» (praefectus urbi). Αυτοί κατείχαν τις υψηλότερες θέσεις μέσα στην υπαλληλική ιεραρχία μετά τους επάρχους των πραιτωρίων. Ο έπαρχος της πόλεως θεωρούνταν ο ανώτατος εκπρόσωπος της συγκλήτου και ενσάρκωνε κατά κάποιο τρόπο ό,τι είχε απομείνει από τις παλαιές δημοκρατικές παραδόσεις της αστικής διοικήσεως. Ήταν ο μοναδικός κρατικός αξιωματούχος που δεν φορούσε στρατιωτική στολή, αλλά την «τόγα» (toga) το ένδυμα του Ρωμαίου πολίτη. Ο έπαρχος της Κωνσταντινουπόλεως (ο «έπαρχος της πόλεως») διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στη ζωή της πρωτεύουσας τόσο κατά την πρώιμη όσο και κατά τη μεταγενέστερη Βυζαντινή περίοδο. Ασκούσε τη δικαστική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη, φρόντιζε για τη διατήρηση της ησυχίας και της τάξεως όπως και για την προμήθεια των ειδών διατροφής της πρωτεύουσας. Εκτός τούτου ασκούσε άμεσο έλεγχο σ’ ολόκληρη την οικονομία της πόλεως, στο εμπόριο και στη βιοτεχνία της.

Με την αυτόνομη διοίκηση της Κωνσταντινουπόλεως και της Ρώμης περιορίσθηκε αισθητά η εξουσία των επάρχων των πραιτωρίων. Ακόμη περισσότερο περιορίσθηκε όμως με την ανάπτυξη της κεντρικής διοικήσεως, που εισήγαγε ο Μ. Κωνσταντίνος. Πιο σημαντικός αξιωματούχος της κεντρικής διοικήσεως έγινε τώρα ο magister officiorum, που ενώ παλαιότερα ήταν άσημος υπάλληλος, περιβλήθηκε τώρα μεγάλη εξουσία, κυρίως σε βάρος της διοικήσεως της επαρχότητας. Σ’ αυτόν υπάγονταν όλα τα officia του κράτους, δηλ. ολόκληρη η διοίκηση της αυτοκρατορίας, φυσικά και η επαρχιακή. Τα officia, δηλ. τα γραφεία των επί μέρους διοικητικών κλάδων με τους αναρίθμητους υπαλλήλους, ήταν στην πραγματικότητα οι τροχοί της γραφειοκρατικής διοικητικής μηχανής. Στο ιδιαίτερό του όμως officium ανήκαν οι agentes in rebus, που διέτρεχαν τις επαρχίες ως αυτοκρατορικοί ταχυδρόμοι και κρατικοί πράκτορες (curiosi) με ειδική αποστολή να παρακολουθούν τη δράση και τα φρονήματα των υπαλλήλων και των υπηκόων. Αποτέλεσαν ένα ισχυρό σώμα, το οποίο κατά τα μέσα του 5ου αιώνα αριθμούσε μόνο στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας περισσότερα από 1200 στελέχη.

scholae palatinae

Ο magister officiorum είχε ακόμη και την ευθύνη της προσωπικής ασφάλειας του αυτοκράτορα και για τον σκοπό αυτό ήταν διοικητής των scholae palatinae, των μονάδων της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής. Παράλληλα ήταν ο πρώτος τελετάρχης, που επέβλεπε ολόκληρη την τελετουργική ζωή της Αυλής. Με τον τρόπο αυτό είχε μια ακόμη σπουδαία κρατική αρμοδιότητα. Δεχόταν τις ξένες αποστολές και ρύθμιζε όλα τα θέματα που αφορούσαν στις επαφές με τις ξένες χώρες. Τέλος, από τα τέλη του 4ου αιώνα, ανέλαβε και τη διοίκηση του αυτοκρατορικού ταχυδρομείου (cursus publicus) που διοικούσαν αρχικά οι έπαρχοι των πραιτωρίων.

Μετά τον magister officiorum, το πιο σπουδαίο αξίωμα της κεντρικής διοικήσεως από τον Μ. Κωνσταντίνο και εξής ασκούσε ο quaestor sacri palatii ήτοι ο «υπουργός» της δικαιοσύνης. Ήταν αρμόδιος για την επεξεργασία των νομοσχεδίων και προσυπέγραφε τα αυτοκρατορικά διατάγματα. Υπεύθυνοι επί των οικονομικών ήταν οι διευθυντές του δημόσιου ταμείου (fiscus) και του ιδιωτικού ταμείου του αυτοκράτορα (res privatae) που από την εποχή του Κωνσταντίνου έφεραν τον τίτλο comes sacrarum largitionum και comes rerum privatarum. Η σημασία τους όμως περιορίσθηκε αρκετά, όταν οι βασικοί επαρχιακοί φόροι, ή annona, περιήλθαν στην άμεση αρμοδιότητα των επάρχων των πραιτωρίων.

Οποιοδήποτε λειτούργημα είχε σχέση με το πρόσωπο του αυτοκράτορα αποκτούσε σιγά – σιγά ιδιαίτερη σπουδαιότητα· έτσι αυξήθηκε η σπουδαιότητα του sacrum cubiculum, που είχε την ευθύνη για τη διαχείριση του ιδιωτικού οίκου του αυτοκράτορα και κυρίως της αυτοκρατορικής ιματιοθήκης (sacra vestis). Ο praepositus sacri cubiculi ήταν από τους ανώτερους και ισχυρότερους αξιωματούχους. Όταν μάλιστα τον θρόνο κατείχε ανίσχυρος ηγεμόνας, ο «μέγας θαλαμηπόλος» του ήταν συχνά ο ισχυρότερος άνδρας της αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με ανατολικά πρότυπα, οι praepositi sacri cubiculi ήταν σχεδόν πάντοτε ευνούχοι, όπως επίσης και οι περισσότεροι αυλικοί υπηρέτες που υπάγονταν σε αυτούς.

Υπατικό δίπτυχο του Φιλοξένου, με προσωποποίηση της Συγκλήτου («σοφή Γερουσία») στο κατώτερο τμήμα. Κωνσταντινούπολη, 525. © copyrights  Bibliothèque nationale de France

Υπατικό δίπτυχο του Φιλοξένου, με προσωποποίηση της Συγκλήτου («σοφή Γερουσία») στο κατώτερο τμήμα. Κωνσταντινούπολη, 525. © copyrights Bibliothèque nationale de France

Η Σύγκλητος της Κωνσταντινουπόλεως, που συνέστησε ο Κωνσταντίνος, ήταν βασικά ένα συμβουλευτικό σώμα. Η σύγκλητος, που ήδη κατά τη Ρωμαϊκή εποχή είχε χάσει αρκετή από την παλαιά δύναμή της μπροστά στον αυξανόμενο αυτοκρατορικό δεσποτισμό, περιορίσθηκε φυσιολογικά ακόμη περισσότερο στο Βυζάντιο. Ωστόσο δεν μειώθηκε τελείως και αμέσως ο ρόλος της ως συνταγματικού παράγοντα και νομοθετικού σώματος, αλλά αντίθετα συνεχίσθηκε για μακρό χρόνο, ώσπου να σβήσει οριστικά η παλαιά αίγλη της.

Η σύγκλητος της Κωνσταντινουπόλεως, αν και απλώς σκιά της παλαιάς Ρωμαϊκής συγκλήτου, διαδραμάτισε για πολλούς αιώνες αξιόλογο ρόλο στη ζωή του Βυζαντινού κράτους. Βέβαια δέσποζε πάντοτε η θέληση του αυτοκράτορα, πλην όμως η σύγκλητος συνέπραττε συμβουλευτικά στη νομοθεσία και μερικές φορές ήταν ο χώρος εξαγγελίας των νέων νόμων. Ετοίμαζε νομοσχέδια (senatus consulta) τα οποία εφόσον ενέκρινε ο αυτοκράτορας, είχαν ισχύ νόμου. Πολλοί νόμοι εξαγγέλλονταν στη σύγκλητο πριν δημοσιευθούν. Μπορούσε ακόμη, με εντολή του αυτοκράτορα, να λειτουργήσει ως ανώτατο δικαστήριο. Την πιο σπουδαία όμως αποστολή της ασκούσε η σύγκλητος όταν άλλαζε η διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας, οπότε είχε το δικαίωμα της εκλογής και της αναγορεύσεως του νέου αυτοκράτορα.

Όσο χρόνο κυβερνούσε ο αυτοκράτορας, η σύγκλητος ασκούσε μηδαμινή επιρροή· σε περιπτώσεις όμως χηρείας του θρόνου η επιρροή της ήταν μεγάλη. Είναι βέβαια γεγονός ότι ο λόγος της συγκλήτου δεν είχε βαρύτητα σε όλες τις περιπτώσεις διαδοχής του θρόνου. Όταν ο αυτοκράτορας είχε ορίσει ή στέψει συναυτοκράτορα τον διάδοχό του, η έγκριση της συγκλήτου ήταν τυπική. Όταν όμως μεσολαβούσε χηρεία, χωρίς προηγουμένως να έχει ορισθεί διάδοχος του θρόνου ή δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα από την πλευρά κάποιου εκπροσώπου της βασιλικής δυναστείας (άνδρα ή γυναίκας) τότε βέβαια την απόφαση για τη διαδοχή του θρόνου έπαιρναν η σύγκλητος και η ηγεσία του στρατεύματος.

Μέλη της συγκλήτου της Κωνσταντινουπόλεως ήταν δικαιωματικά οι απόγονοι της Ρωμαϊκής συγκλητικής τάξεως. Αν και ο Κωνστάντιος καθιέρωσε τη νομική ισοτιμία της συγκλήτου της πρωτεύουσας με τη σύγκλητο της Ρώμης, εν τούτοις ο Μεγ. Κωνσταντίνος πέτυχε να προσελκύσει μεγάλο ποσοστό από τους εκπροσώπους της παλαιάς Ρωμαϊκής συγκλητικής αριστοκρατίας στην Κωνσταντινούπολη. Μέλη της Βυζαντινής συγκλήτου έγιναν οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι των τριών ανώτερων τάξεων, οι illustres, spectabiles και clarissimi. Στην ουσία οι συγκλητικοί, τόσο οι απόγονοι της παλαιάς αριστοκρατίας όσο και οι εκπρόσωποι της νέας τάξεως των ευγενών υπαλλήλων, ήσαν πλούσιοι μεγαλοκτηματίες. Στο γεγονός αυτό καθώς και στη θέση τους στην υπηρεσία του αυτοκράτορα οφείλεται το κύρος αυτής της υψηλής κοινωνικής τάξεως και όχι στη συγκλητική της ιδιότητα. Οι περισσότεροι συγκλητικοί, ο αριθμός των οποίων έφθασε στα μέσα του 4ου αιώνα τις δύο χιλιάδες, προτιμούσαν να ζουν στα αγροκτήματά τους. Ως ενεργά μέλη της συγκλήτου δρούσαν στην ουσία μόνο οι εκπρόσωποι της ανώτερης και αριθμητικά μικρότερης τάξεως των illustres, που κατείχαν τα ανώτατα αξιώματα της αυτοκρατορίας.

Από τα μέσα του 6ου αιώνα οι ανώτατοι υπάλληλοι έλαβαν τον νέο τίτλο gloriosi. Η γενναιοδωρία των αυτοκρατόρων στην απονομή των τίτλων συνετέλεσε στη σταδιακή μείωση της αξίας των τιμητικών διακρίσεων. Όταν η τάξη των clarissimi απλώθηκε προοδευτικά σε ευρύτερους κύκλους, οι πρώτοι τιτλούχοι ανυψώθηκαν στην τάξη των spectabiles, οι πρώην spectabiles ανήλθαν στην τάξη των illustres, ενώ για τους μέχρι τώρα illustres επινοήθηκε η νέα και ανώτατη κατηγορία των gloriosi. Εδώ έχουμε μια κλασική περίπτωση υποτιμήσεως τίτλων, που εμφανίσθηκε και πάλι σε μεγαλύτερη έκταση στη μεταγενέστερη Βυζαντινή εποχή.

Παράλληλα με τη σύγκλητο λειτουργούσε ως συμβουλευτικό σώμα του αυτοκράτορα το sacrum consistorium, σύμφωνα με το πρότυπο του παλαιού consilium principis. Τα τακτικά του μέλη, οι consistorii, προέρχονταν από τις τάξεις των ανώτατων υπαλλήλων της κεντρικής διοικήσεως. Εκτός απ’ αυτούς μερικές φορές στις διαβουλεύσεις συμμετείχαν και συγκλητικοί, που δεν ανήκαν στο consistorium. Αντίθετα οι έπαρχοι των πραιτωρίων, που ήταν αρχικά τα πιο σημαίνοντα μέλη του αυτοκρατορικού συμβουλίου, αποκλείσθηκαν από το σώμα αυτό. Το νέο όνομα του συμβουλίου του θρόνου οφείλεται στο γεγονός, ότι τα μέλη του έπρεπε να στέκονται όρθια (consistere) μπροστά στον αυτοκράτορα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό που διαφωτίζει τη σχέση του συμβουλίου αυτού προς τον ηγεμόνα είναι ότι οι συνεδριάσεις του ονομάσθηκαν silentium, και όταν συμμετείχαν και συγκλητικοί, silentium et conventus. Ο εκφραστικός αυτός όρος καθιερώθηκε αργότερα ως επίσημη ονομασία του αυτοκρατορικού συμβουλίου. Το μεταγενέστερο σιλέντιον δεν ήταν πια τακτικό σώμα, αλλά λειτουργούσε περιστασιακά με εντολή του αυτοκράτορα, όταν έπρεπε να ληφθούν αποφάσεις πάνω σε σοβαρές κρατικές υποθέσεις. Από την άλλη μεριά ο όρος κονσιστόριον χαρακτήριζε στους μέσους χρόνους του Βυζαντίου μόνο την επίσημη εμφάνιση των ανωτάτων υπαλλήλων στις τελετές της Αυλής.

Ενώ οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου αποκατέστησαν τη διοίκηση και στερέωσαν την εξουσία του κράτους, οι ευρύτερες μάζες εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Οι coloni, που αποτελούσαν την πλειονότητα των χωρικών και στην ύστερη Ρωμαϊκή εποχή, ήταν ο βασικός φορέας της αγροτικής παραγωγής και υπάγονταν όλο και περισσότερο στο σύστημα της κληρονομικής προσκολλήσεως στη γη. Το φορολογικό σύστημα του Διοκλητιανού χειροτέρεψε τη θέση τους και επιτάχυνε την εξέλιξη αυτή. Η παλαιά φορολογία, που καταβάλλονταν σε νόμισμα, έχασε την αξία της εξ αιτίας της υποτιμήσεως του νομίσματος και έτσι προτιμήθηκαν ιδιαίτερα οι πληρωμές σε είδος.

Οι έκτακτες αυτές πληρωμές, που εισήχθηκαν σε κρίσιμη εποχή, έγιναν από τον Διοκλητιανό μόνιμες. Έτσι προήλθε η γνωστή annona, η οποία στο εξής θα αποτελούσε τη βασική φορολογία και την κύρια πηγή εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Το βάρος της φορολογίας αυτής έπεσε αποκλειστικά στους ώμους των χωρικών. Σύμφωνα με το φορολογικό σύστημα του Διοκλητιανού, την capitatio-iugatio, ο συνδυασμός κεφαλικού και κτηματικού φόρου αποτέλεσε το κύριο συστατικό της annona. Φορολογική μονάδα είναι τόσο το iugum, ένα τμήμα γης με ορισμένο μέγεθος και ορισμένη τιμή, όσο και το caput, ο ιδιοκτήτης που το καλλιεργεί. Στην τελική εκτίμηση μετριούνται βέβαια χωριστά τα iuga και τα capita, ωστόσο, σύμφωνα με το διοκλητιάνειο σύστημα, ένα iugum δεν μπορεί να φορολογηθεί, αν δεν ανήκει σε ένα caput και αντίστροφα.

Αναγκαστικά λοιπόν το δημόσιο ταμείο έπρεπε να εξισορροπήσει τα iuga και τα capita, αποδίδοντας τα διαθέσιμα iuga σε αντίστοιχα capita. Ωστόσο η διαδικασία αυτή δεν ήταν πάντοτε εύκολη, εξ αιτίας της ισχυρής μειώσεως του πληθυσμού, της αστάθειας και της αβεβαιότητας, που ανάγκαζε τους χωρικούς να περιφέρονται εδώ και εκεί. Γι’ αυτό οι κρατικές αρχές έκαναν τα πάντα για να προσδέσουν το ελεύθερο caput στο διαθέσιμο iugum. Με τον χρόνο το σύστημα αυτό της capitatioiugatio στέρησε την ελευθερία σε μεγάλους αγροτικούς πληθυσμούς. Οι κάτοικοι των πόλεων, που δεν διέθεταν κτήματα, εξαιρέθηκαν από την annona και έτσι βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση. Από την εποχή όμως του Κωνσταντίνου επιβλήθηκε στους πληθυσμούς των πόλεων, που ασκούσαν το εμπόριο και την βιοτεχνία, βαρειά φορολογία, η auri lustralis collatio.

Η έλλειψη αγροτικών εργατικών χεριών οδήγησε στην εφαρμογή ενός σπουδαίου για τα οικονομικά του Βυζαντίου φορολογικού θεσμού, της επιβολής (adiectio sterilium). Το σύστημα αυτό αναπτύχθηκε αρχικά στην Αίγυπτο κατά την εποχή των Πτολεμαίων, όταν χέρσα κρατικά εδάφη δόθηκαν για υποχρεωτική εκμετάλλευση σε ιδιώτες κτηματίες με την υποχρέωση να πληρώνουν τους αντίστοιχους φόρους. Το σύστημα αυτό γενικεύθηκε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία από τα τέλη του τρίτου αιώνα και εφαρμόσθηκε όχι μόνο στα δημόσια κτήματα αλλά και στις ακαλλιέργητες ιδιωτικές εκτάσεις.

Το Ρωμαϊκό νομισματικό σύστημα κατέρρευσε οριστικά στον τρίτο αιώνα. Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο να ανέβουν οι τιμές αλλά και να γίνει στροφή προς τη συναλλαγή και την ανταλλακτική οικονομία. Στη Δύση επικράτησε η ανταλλακτική αυτή οικονομία και απέβη το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομικής ζωής στα μεσαιωνικά βασίλεια, αν και διατηρήθηκε για πολύ ακόμη χρόνο το νομισματικό σύστημα. Στην οικονομικά ανθηρότερη Ανατολή επικράτησε και πάλι η νομισματική συναλλαγή, ενώ η ανταλλακτική οικονομία επιβίωσε για αρκετό χρόνο. Η ισχυροποίηση των χρηματικών συναλλαγών στο Βυζάντιο φαίνεται καθαρά στο γεγονός, ότι η annona, καθώς και οι λοιπές εισφορές σε είδος μετατρέπονται με αυξανόμενο ρυθμό σε νομισματικές πληρωμές.

κατάλογοςΟ Μεγ. Κωνσταντίνος εισήγαγε ένα νέο και σταθερό νομισματικό σύστημα. Βάση του συστήματος αυτού ήταν ο χρυσός solidus, με καθαρό βάρος χρυσού 4,48 γραμμάρια, δηλαδή 72 solidi αποτελούσαν μία λίβρα χρυσού. Εκτός τούτου υπήρχε η ασημένια seliqua, με βάρος 2,24 γραμμάρια, που αντιστοιχούσε στο 1/24 του solidus, όταν βέβαια η αξία του αργύρου ισοδυναμούσε με 1:12 προς τον χρυσό. Το νομισματικό αυτό σύστημα αποδείχθηκε εντυπωσιακά σταθερό για μακρό χρόνο. Ο solidus του Κωνσταντίνου (Ελληνικά νόμισμα, αργότερα υπέρπυρον) έγινε η βάση του Βυζαντινού νομισματικού συστήματος για χίλια ολόκληρα χρόνια και ήταν για πολλούς αιώνες το κατ’ εξοχήν νόμισμα του διεθνούς εμπορίου. Βέβαια μεσολάβησαν εποχές σοβαρής κρίσεως· ωστόσο η αξία του άρχισε να υποτιμάται αισθητά μόνο κατά τα μέσα του 11ου αιώνα, όταν δηλ. άρχισε να κλονίζεται η ίδια η αυτοκρατορία.

Θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις επέφεραν ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος και στην οργάνωση του στρατού. Στην προηγούμενη περίοδο, των αυτοκρατορικών χρόνων, τον στρατό απάρτιζαν στην ουσία οι δυνάμεις που φρουρούσαν τα σύνορα. Όλες σχεδόν οι μονάδες ήταν διαταγμένες στις οχυρωματικές γραμμές κατά μήκος των αχανών Ρωμαϊκών συνόρων. Έλειπαν ευκίνητα σώματα και ισχυρή οπισθοφυλακή στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Βασικά μόνο η πραιτωριανή φρουρά της Ρώμης υπήρχε για τον σκοπό αυτό.

Από καιρό όμως είχε γίνει κατανοητό, ότι το σύστημα αυτό δεν επαρκούσε για τις αυξημένες στρατιωτικές υποχρεώσεις· κατέρρευσε άλλωστε οριστικά μέσα στην δίνη των κρίσιμων περιστάσεων του τρίτου αιώνα. Ο Διοκλητιανός αρχικά είχε ενισχύσει αισθητά τον μεθοριακό στρατό. Υπήρχε όμως άμεση ανάγκη, όχι μόνο για στρατιωτικούς αλλά και για πολιτικούς λόγους, να σχηματισθεί ισχυρός και ευκίνητος στρατός στο εσωτερικό, που να αποτελέσει τόσο την εφεδρεία για την αντιμετώπιση μεγάλων εχθρικών εισβολών όσο και τον στυλοβάτη της αυτοκρατορικής εξουσίας απέναντι σε κάθε πραξικοπηματική δραστηριότητα στο εσωτερικό. Τη διπλή αυτή αποστολή έμελλε να εκπληρώσει το σώμα exercitus comitatensis, που ίδρυσε ο Διοκλητιανός και επαύξησε ο Κωνσταντίνος. Το σώμα των comitatenses είχε εντελώς διαφορετικό ρόλο και άλλη βαρύτητα από την παλαιά πραιτωριανή φρουρά.

«Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου» του Ρούμπενς

«Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου» του Ρούμπενς

Η τελευταία, που ήταν γνωστή για την απείθειά της όπως και για την τάση της να υποστηρίζει σφετεριστές του θρόνου, παραμερίσθηκε από τον Διοκλητιανό και καταργήθηκε οριστικά από τον Κωνσταντίνο μετά τη μάχη στη γέφυρα Μολιβίου. Η νέα αυτοκρατορική φρουρά έγινε σύντομα ο πυρήνας του Ρωμαϊκού στρατού, διότι ο Κωνσταντίνος δεν δίστασε να προωθήσει σημαντικά τους comitatenses σε βάρος των μεθοριακών μονάδων, που είχε πρόσφατα ενισχύσει ο Διοκλητιανός. Με τον τρόπο όμως αυτό το σώμα του exercitus comitatensis έχασε τον αρχικό του χαρακτήρα ως σωματοφυλακή. Τα επίλεκτα τμήματά του ονομάσθηκαν τιμητικά palatini, ενώ η κύρια σωματοφυλακή απαρτίσθηκε από την schola palatina κάτω από την εξουσία του magister officiorum.

Από τους χρόνους του Μ. Κωνσταντίνου την αρχηγεία του στρατεύματος ασκούσε ο magister militum, αν και στην αρχή το πεζικό διοικούσε ο magister peditum, ενώ το ιππικό ο magister equitum. Η διαίρεση αυτής της στρατιωτικής διοικήσεως ήταν οπωσδήποτε ένα προληπτικό μέτρο, ώστε οι δύο ανώτατοι διοικητές να μη καταστούν ποτέ πολύ επικίνδυνοι για την αυτοκρατορική εξουσία. Ωστόσο η ιδιόμορφη αυτή διαίρεση γρήγορα καταργήθηκε και θεωρήθηκε επαρκής ασφάλεια, αν διορίζονταν σε κάθε αυτοκρατορική πρωτεύουσα δύο ισότιμοι αρχηγοί με τον διπλό τίτλο magister equitum et peditum praesentalis.

Στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας διορίσθηκαν ακόμη τρεις στρατιωτικοί διοικητές με τοπικά περιορισμένη εξουσία, οι magistri militum per Orientem, per Thracias και per Illyricum. Είχαν στην εξουσία τους τους σταθμευμένους στίς επαρχίες τους comitatenses όπως και τους στρατηγούς (duces) που διοικούσαν τις μεθοριακές μονάδες στις διάφορες επαρχίες, ενώ οι δύο magistri militum praesentales ορίζονταν αρχηγοί της φρουράς των ανακτόρων. Έτσι στην πρώτη Βυζαντινή εποχή υπήρχαν πέντε ανώτατοι διοικητές του στρατεύματος με διαχωρισμένες αρμοδιότητες. Και οι πέντε υπάγονταν απ’ ευθείας στον αυτοκράτορα, ο οποίος συγκέντρωνε στο πρόσωπό του την ανώτατη στρατιωτική εξουσία.

Με την ίδρυση του ισχυρού και ευέλικτου σώματος των comitatenses ο μεθοριακός στρατός των limitanei αναπτύχθηκε ως ένα ειδικό σώμα με ειδική αποστολή την υπεράσπιση των συνόρων. Οι σταθμευμένοι στα ακριτικά οχυρά στρατιώτες αποκτούν ως αμοιβή για τη στρατιωτική τους υπηρεσία αγροτικά τεμάχια και σχηματίζουν μία τάξη μόνιμα εγκαταστημένων στρατιωτών, που συντηρούνται με τα έσοδα από τα κτήματά τους και φροντίζουν για την άμυνα των συνόρων. Ο θεσμός αυτός επέζησε για πολλούς αιώνες στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.

Χαρακτηριστικό φαινόμενο της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής εποχής είναι η σταδιακή αύξηση του βαρβαρικού στοιχείου στο στρατό. Το ικανότερο και αξιολογότερο τμήμα του αυτοκρατορικού στρατού απαρτίζεται από βαρβάρους, ιδιαίτερα από Γερμανούς και από τους υποτελείς στο Βυζάντιο Ιλλυριούς. Ο αριθμός των ξένων μισθοφόρων αυξάνεται συνεχώς, και από τον τέταρτο αιώνα ευπατρίδες βάρβαροι εισέρχονται προοδευτικά στις τάξεις των αξιωματικών. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι κερδίζει σε σημασία το ιππικό, γεγονός που οφείλεται στην ανάγκη να προσαρμοσθεί η πολεμική τακτική στις μεθόδους του νεοπερσικού στρατού των Σασσανιδών, που στήριζε τη στρατιωτική του ισχύ βασικά στις έφιππες μονάδες του.

Η μετάθεση του κέντρου βάρους της αυτοκρατορίας στην Ανατολή προσδιορίσθηκε κατά πρώτο λόγο από τα μεγάλα οικονομικά αποθέματα της πυκνοκατοικημένης pars orientalis και ύστερα από τα νέα στρατιωτικά προβλήματα, που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία στην Ανατολή. Στην περιοχή του Κάτω Δούναβη εισέβαλλαν οι βάρβαροι από το βορρά, και στην εγγύς Ανατολή αυξανόταν η πίεση από μέρους των Νεοπερσών της σασσανιδικής δυναστείας. Η αυτοκρατορία αυτή των Σασσανιδών ήταν πολύ πιο επικίνδυνη από ό,τι το βασίλειο των Πάρθων, το οποίο διαδέχθηκε. Όπως οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες παρουσιάζονταν ως διάδοχοι των Ρωμαίων καισάρων έτσι και οι Σασσανίδες πίστευαν ότι είναι κληρονόμοι των αρχαίων Αχαιμενιδών και διεκδικούσαν όλα τα εδάφη που ανήκαν άλλοτε στο παλαιό βασίλειο των Περσών. Ο Περσικός κίνδυνος εμφανίσθηκε ήδη από τα μέσα του 3ου αιώνα και εξακολούθησε να απειλεί σοβαρά τη Βυζαντινή αυτοκρατορία σε όλο το διάστημα της πρώτης περιόδου της ιστορίας της. Ο πόλεμος κατά των Μεγάλων Βασιλέων της Περσίας έγινε ένα από τα σοβαρότερα πολιτικά και στρατιωτικά προβλήματα του Βυζαντινού κράτους.

Μαξιμιανός

Μαξιμιανός

Πρώτος ο Διοκλητιανός αντιμετώπισε τη νέα κατάσταση, όταν κράτησε για τον εαυτό του το ανατολικό τμήμα και εγκαταστάθηκε σχεδόν μόνιμα στη Νικομήδεια, ενώ παραχώρησε το δυτικό τμήμα στον συναυτοκράτορά του Μαξιμιανό. Ο Κωνσταντίνος όμως ήταν εκείνος που έδωσε στην αυτοκρατορία ένα ισχυρό κέντρο στην Ανατολή, όταν ανοικοδόμησε την αρχαία Ελληνική αποικία, το Βυζάντιο, στις ακτές του Βοσπόρου και την ανύψωσε σε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Η ανοικοδόμηση άρχισε τον Νοέμβριο του 324, αμέσως μετά τη συντριβή του Λικινίου, χάρη στην οποία ο Κωνσταντίνος επεξέτεινε την εξουσία του και στην Ανατολή. Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας έγιναν πανηγυρικά στις 11 Μαΐου του 330.

Ελαχίστων πόλεων η ίδρυση είχε τόσο μεγάλη σημασία για την παγκόσμια ιστορία. Η επιλογή της τοποθεσίας υπήρξε μεγαλοφυής. Η νέα πρωτεύουσα, χτισμένη στα σύνορα δύο ηπείρων, λουσμένη ανατολικά από τον Βόσπορο, βόρεια από τον Κεράτιο, νότια από τη θάλασσα του Μαρμαρά και προσιτή από την ξηρά μόνο από μια πλευρά, βρισκόταν σε μοναδική στρατηγική θέση. Επί πλέον μπορούσε να ελέγχει την συγκοινωνία ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, όπως και τον θαλάσσιο διάδρομο από το Αιγαίο προς τη Μαύρη Θάλασσα και έτσι γρήγορα έγινε ο πιο σπουδαίος εμπορικός και συγκοινωνιακός κόμβος του τότε κόσμου. Μία ολόκληρη χιλιετηρίδα η Κωνσταντινούπολη έμελλε να αποτελέσει το κέντρο της κρατικής, οικονομικής και στρατιωτικής δραστηριότητας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθώς και το επίκεντρο της πνευματικής και εκκλησιαστικής της ζωής, και να επηρεάσει αποφασιστικά την πολιτική και την πολιτιστική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.

Η Κωνσταντινούπολη την Βυζαντινή εποχή

Η Κωνσταντινούπολη την Βυζαντινή εποχή

Η νέα πρωτεύουσα αναπτύχθηκε ραγδαία, ενώ η Ρώμη έχανε διαρκώς σε σπουδαιότητα και πληθυσμό. Σε διάστημα εκατό χρόνων από την ίδρυσή της ξεπέρασε σε πληθυσμό τη Ρώμη και τον 6ο αιώνα πλησίαζε σχεδόν το μισό εκατομμύριο. Η Νέα Ρώμη έμελλε να πάρει τη θέση της Πρεσβυτέρας, να τη διαδεχθεί και να την αντικαταστήσει ως νέα πρωτεύουσα. Ακόμη και για την πολεοδομία της νέας πρωτεύουσας χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο η παλαιά, ενώ οι παλαιές παραδόσεις της Ρώμης συνδέθηκαν τώρα με το νέο κέντρο. Τα προνόμια που απολάμβανε η Ρώμη επεκτάθηκαν και στην Κωνσταντινούπολη και ο Μέγας Κωνσταντίνος έκανε ό,τι μπορούσε για να αυξήσει το μεγαλείο και τον πλούτο της νέας πρωτεύουσας. Διακόσμησε την πόλη με μεγαλόπρεπα κτίρια και μνημεία τέχνης, που μετέφερε εκεί από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας. Με ιδιαίτερο ζήλο επιδόθηκε στην ανοικοδόμηση ναών. Από την αρχή η Κωνσταντινούπολη πήρε Χριστιανικό χρώμα και από την αρχή το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της ήταν Ελληνόφωνο. Με τον εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας και με την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας στο Βόσπορο ο Κωνσταντίνος έδωσε διπλή έκφραση στην ιστορική νίκη της Ανατολής.

Λίγα ζητήματα προκάλεσαν τόσο ατέρμονες και ζωηρές συζητήσεις στην ιστορική έρευνα και έλαβαν τόσο αντιφατικές απαντήσεις, όσο το πρόβλημα των σχέσεων του Κωνσταντίνου με τον Χριστιανισμό. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Κωνσταντίνος ήταν θρησκευτικά αδιάφορος και ότι υποστήριζε το Χριστιανισμό από καθαρά πολιτικούς λόγους. Άλλοι πιστεύουν στην ειλικρινή μεταστροφή του και δέχονται ότι αυτή αποτέλεσε τον αποφασιστικό λόγο για την αλλαγή της θρησκευτικής πολιτικής της αυτοκρατορίας. Έχουν προβληθεί πολλά επιχειρήματα και για τις δύο αυτές ερμηνείες. Πραγματικά είναι δυνατό να θεμελιώσει κανείς την άποψη, ότι ο Κωνσταντίνος προσχώρησε στον Χριστιανισμό από πεποίθηση, ενώ άλλα επιχειρήματα επιτρέπουν την υπόθεση ότι έμεινε πιστός στις αρχαίες εθνικές παραδόσεις. Τέλος υπάρχουν ενδείξεις, που οδηγούν στον συνδυασμό των δύο αντιφατικών υποθέσεων. Οπωσδήποτε η πολιτική σκοπιμότητα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη στάση του Κωνσταντίνου. Είχε γίνει σε όλους φανερό, ακόμη και στον πιστό συνεργάτη του Διοκλητιανού, Γαλέριο, ότι εκείνος είχε χρεοκοπήσει με την τακτική των διωγμών και ότι η μεταφορά του κέντρου βάρους της αυτοκρατορίας προς την Ανατολή δεν μπορούσε να συμβιβασθεί με την εχθρική στάση απέναντι στον Χριστιανισμό.

Είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος είχε πλούσια θρησκευτικά βιώματα στη ζωή του, που σχετίζονται τόσο με τον Χριστιανισμό όσο και με τις εθνικές θρησκείες, και επομένως δεν μπορεί να σταθεί η κατηγορία ή ο έπαινος ότι ήταν θρησκευτικά αδιάφορος. Δεν πρέπει ακόμη να λησμονηθεί ότι η θρησκευτικά ανήσυχη εποχή στην οποία έζησε ήταν εποχή θρησκευτικού συγκρητισμού, έτσι που η ταυτόχρονη προσκόλληση σε περισσότερες θρησκείες ήταν τότε κάτι εντελώς φυσιολογικό. Το αργότερο το 312 ο Κωνσταντίνος αναζήτησε την προστασία του Θεού των Χριστιανών και από τότε υποστήριζε σταθερά και με διαρκώς μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τον Χριστιανισμό.

Ωστόσο, τούτο δε σημαίνει ότι ήταν αποκλειστικά αφιερωμένος σ’ αυτόν, ότι είχε διαρρήξει κάθε δεσμό με τις εθνικές παραδόσεις, και ότι υπήρξε Χριστιανός στο βαθμό που ήταν αργότερα οι Βυζαντινοί διάδοχοί του. Είναι επίσης γνωστό ότι δεν αρνήθηκε να υποστηρίξει εθνικά θρησκευτικά έθιμα και ότι ακόμη και ο ίδιος τηρούσε μερικά απ’ αυτά, όπως μαρτυρεί η έντονη προσκόλλησή του στη λατρεία του θεού Ήλιου. Η θεώρηση του Χριστιανισμού ως της μόνης και αποκλειστικής θρησκείας ήταν εντελώς ξένη και αδιανόητη στον αιώνα του θρησκευτικού συγκρητισμού και φυσικά και στον «πρώτο Χριστιανό αυτοκράτορα». Πέρασε πολύς χρόνος ώσπου να επικρατήσει το πνεύμα της αποκλειστικότητας στο θρησκευτικό χώρο και ο Ρωμαϊκός κόσμος να αποδεχθεί τον Χριστιανισμό ως τη μόνη θρησκεία, που κατέχει την απόλυτη αλήθεια και αποκλείει κάθε άλλη διδασκαλία ως αίρεση. Φυσική βέβαια συνέπεια της νέας πολιτικής που χάραξε ο Κωνσταντίνος ήταν να καταλάβει η Χριστιανική πίστη μονοπωλιακή θέση στη Ρωμαιο-Βυζαντινή αυτοκρατορία. Αυτό όμως έγινε αρκετά αργότερα. Πάντως όχι μόνο ο Κωνσταντίνος αλλά και οι διάδοχοί του ως το 379 διατήρησαν τον τίτλο του Pontifex Maximus.

Η Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας, τοιχογραφία του 18ου αιώνα στον Ορθόδοξο Ναό Σταυροπόλεως στο Βουκουρέστι_πηγή wikipedia

Η Πρώτη Σύνοδος της Νίκαιας, τοιχογραφία του 18ου αιώνα στον Ορθόδοξο Ναό Σταυροπόλεως στο Βουκουρέστι_πηγή wikipedia

Η πιο σαφής έκφραση του εκχριστιανισμού του Ρωμαϊκού κράτους στην εποχή του Μεγ. Κωνσταντίνου με σοβαρότατες επιπτώσεις για το μέλλον του, ήταν η σύγκληση της Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας (325) της πρώτης από τις οικουμενικές συνόδους που έθεσαν τα θεμέλια της δογματικής διδασκαλίας και των κανόνων της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ο αυτοκράτορας όχι μόνο συγκάλεσε τη σύνοδο και προήδρευσε στις συνεδρίες της αλλά και επηρέασε ουσιαστικά τις αποφάσεις της. Αν και δεν ήταν τότε τυπικά μέλος της Εκκλησίας (το βάπτισμα το δέχθηκε, όπως είναι γνωστό, στην επιθανάτια κλίνη) ωστόσο ήταν ο πραγματικός αρχηγός της, δίνοντας έτσι και στο σημείο αυτό το πρότυπο για τους διαδόχους του στο θρόνο του Βυζαντίου.

Αντικείμενο των συζητήσεων ήταν η διδασκαλία του Αλεξανδρινού πρεσβύτερου Αρείου, που ως μονοθεϊστής δεν μπορούσε να δεχθεί την ισότητα Πατρός και Υιού και έτσι κατέληγε στην άρνηση της θεότητας του Χριστού. Η Αρειανική διδασκαλία καταδικάσθηκε, και διακηρύχθηκε το δόγμα του ομοουσίου μεταξύ του Πατρός και του Υιού, που διατυπώθηκε στο «Σύμβολο της πίστεως» της συνόδου. Τούτο συμπληρώθηκε από τη 2η Οικουμενική σύνοδο, της Κωνσταντινουπόλεως (381) και καθιερώθηκε ως η επίσημη ομολογία πίστεως της Χριστιανικής Εκκλησίας.

Η συνεργασία κράτους και Εκκλησίας, που θεμελίωσε ο Κωνσταντίνος, απέφερε μεγάλα οφέλη και στις δύο πλευρές, δημιούργησε όμως και εντελώς νέα προβλήματα. Η Χριστιανική θρησκεία εξασφάλισε ισχυρή πνευματική ενότητα στο Βυζαντινό κράτος όπως και ισχυρό ηθικό έρεισμα στην αυτοκρατορική απολυταρχία. Η Εκκλησία αποκόμισε πλούσια υλική ενίσχυση από το κράτος, υποστηρίχθηκε απ’ αυτό στην ιεραποστολική της δράση και στον αγώνα της εναντίον των εχθρών της, κατέληξε όμως έτσι κάτω από την κηδεμονία του. Από την άλλη πλευρά το κράτος, που συνέδεσε τις τύχες του με την Εκκλησία, συμπαρασύρθηκε στις ατέρμονες διαμάχες των εκκλησιαστικών παρατάξεων. Οι δογματικές έριδες έπαψαν πια να είναι εσωτερική υπόθεση της Εκκλησίας μόνον. Συνδυάσθηκαν με πολιτικές σκοπιμότητες και έτσι επηρέασαν όχι μόνο την εκκλησιαστική αλλά και την πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας.

Μέγας Αθανάσιος - Πατριάρχης Αλεξανδρείας

Μέγας Αθανάσιος – Πατριάρχης Αλεξανδρείας

Ωστόσο τα συμφέροντα του κράτους και της Εκκλησίας δεν ταυτίζονταν πάντα. Συχνά η συνεργασία οδήγησε σε σοβαρό ανταγωνισμό των δύο εξουσιών. Οι περιπλοκές αυτές, δηλ. η ανάμιξη του κράτους στις εκκλησιαστικές διαμάχες, η σύγκρουση ανάμεσα στις πολιτικές και θρησκευτικές σκοπιμότητες, η συνεργασία και τέλος ο ανταγωνισμός μεταξύ Εκκλησίας και κράτους εμφανίσθηκαν κιόλας στην εποχή του Κωνσταντίνου. Με τη συνοδική πράξη της Νικαίας δεν εξαφανίσθηκε οριστικά ο Αρειανισμός. Ο αυτοκράτορας, που όπως φαίνεται είχε αρχικά υποτιμήσει τη δύναμη των Αρειανών, άλλαξε τακτική και υποχρέωσε την Εκκλησία να δεχθεί πάλι στους κόλπους της τον Άρειο. Έτσι όμως ήρθε σε σύγκρουση με τον ορθόδοξο κλήρο και προ παντός με τον Αθανάσιο, που από το 328 ήταν Eπίσκοπος Αλεξανδρείας. Ο μεγάλος αυτός εκκλησιαστικός ηγέτης συνέχισε αμείωτο τον αγώνα υπέρ της ορθοδοξίας ως το τέλος της ζωής του (375) και παρά τις αλλεπάλληλες εξορίες του.

Φλάβιος Μάγνος Μαγνέντιος

Φλάβιος Μάγνος Μαγνέντιος

Οι δογματικές διαμάχες είχαν ως αποτέλεσμα να οξυνθούν και οι σχέσεις μεταξύ των γιων του Κωνσταντίνου και να διευρυνθεί το χάσμα μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Ο Κωνστάντιος, που διοικούσε το ανατολικό τμήμα, υποστήριξε τον Άρειο, ενώ ο Κωνσταντίνος, που πέθανε νωρίς (340) και ο νεαρός Κώνστας, που διοικούσαν τη Δύση, έμειναν πιστοί στο δόγμα της Νικαίας. Η σύνοδος που συνήλθε στη Σαρδική (στα σύνορα των δύο αυτοκρατοριών) το φθινόπωρο του 343 απέτυχε να φέρει τη συμφιλίωση. Η πολιτική υπεροχή του νεότερου αδελφού, που κυριαρχούσε τώρα σε ολόκληρη τη Δύση, ανάγκασε τον Κωνστάντιο να υποχωρήσει και να αποκαταστήσει τους εξόριστους ορθόδοξους επισκόπους. Η πολιτική όμως ήττα του Αρειανισμού προκάλεσε τη διάσπασή του σε δύο παρατάξεις, τους λεγόμενους «ημιαρειανούς», που δεν δέχθηκαν το ομοούσιο αλλά το ομοιούσιο μεταξύ Πατρός και Υιού, και τους ριζοσπαστικούς οπαδούς του Ευνομίου, που εξακολουθούσαν να απορρίπτουν εντελώς το ομοούσιο. Ωστόσο η κατάσταση άλλαξε, όταν ο Κώνστας έπεσε στο πεδίο της μάχης πολεμώντας εναντίον του εθνικού σφετεριστή Φλάβιου Μάγνου Μαγνέντιου (Magnus Magnetius) και ο Κωνστάντιος νίκησε τον σφετεριστή σε μια πολύνεκρη μάχη το 351.

Η νίκη του αυτοκράτορα της Ανατολής αποκατέστησε την υπεροχή της pars orientalis. Όπως ο πατέρας του έτσι και ο Κωνστάντιος αγωνίσθηκε να επιβάλει την πολιτειακή ισοτιμία μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης, κι αυτό σήμαινε ουσιαστικά την αντικατάσταση της παλαιάς εθνικής Ρώμης από τη νέα Χριστιανική πρωτεύουσα. Όταν ο Κωνστάντιος επισκέφθηκε τη Ρώμη, απομάκρυνε από την αίθουσα της Ρωμαϊκής συγκλήτου τον βωμό της Θεάς Νίκης (Victoria) γεγονός συμβολικό για την οριστική κατάρρευση του αρχαίου κόσμου. Η νίκη του Κωνσταντίου σήμανε όμως ταυτόχρονα και τον θρίαμβο του Αρειανισμού. Η θέληση του αυτοκράτορα όφειλε να έχει απεριόριστη ισχύ στην Εκκλησία όπως και στο κράτος. Έτσι συνέτριψε την αντίσταση, που είχε αρχηγό τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας, και πέτυχε με τις συνόδους του Σιρμίου και του Ρίμινι (359) την ανακήρυξη του Αρειανισμού σε κρατικό δόγμα. Στο μεταξύ έγινε νέα διάσπαση των ημι αρειανών. Οι μετριοπαθείς πέρασαν στην αντίθετη παράταξη και πλησίασαν τους οπαδούς της Νικαίας, ενώ οι υπόλοιποι συνεταιρίσθηκαν με τους Ευνομιανούς, που με αρχηγό τον αυτοκράτορα αποτέλεσαν την κυρίαρχη παράταξη.

Ο Επίσκοπος Ουλφίλας κηρύττει το ευαγγέλιο στους Γότθους.

Ο Επίσκοπος Ουλφίλας κηρύττει το Ευαγγέλιο στους Γότθους.

Μεγαλύτερη ιστορική σημασία από την προσωρινή νίκη του Αρειανισμού μέσα στο Βυζαντινό κράτος είχε ωστόσο ο εκχριστιανισμός των Γότθων, που άρχισε την εποχή της επικρατήσεως των Αρειανών, με αποτέλεσμα τα Γερμανικά φύλα να γνωρίσουν τον Χριστιανισμό στην Αρειανική του ερμηνεία. Ο Ουλφίλας, που μετέφρασε την Βίβλο στα Γοτθικά, χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον αρειανό Ευσέβιο Νικομηδείας το 343· τα περισσότερα Γερμανικά φύλα έμειναν πιστά στην Αρειανική ομολογία για μακρό χρόνο μετά τη συντριβή του Αρειανισμού στο Βυζάντιο.

Τη φάση των θρησκευτικών ζυμώσεων της εποχής του Κωνσταντίου ακολούθησε η ειδωλολατρική αντίδραση με τον Ιουλιανό (361-63). Έτσι το πρόβλημα της συμβιώσεως του αρχαίου πολιτισμού με τη νέα πίστη, που ήταν καίριο για την πολιτιστική εξέλιξη του Βυζαντίου, μπήκε σε μια κρίσιμη φάση. Η γοητεία του αρχαίου κόσμου που χανόταν, η μεγάλη αγάπη για την τέχνη, την παιδεία και τη σοφία του, έκαναν τον τελευταίο εκπρόσωπο της δυναστείας του Κωνσταντίνου να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της νέας πίστεως. Οι ατέλειωτες διαμάχες ανάμεσα στις εκκλησιαστικές παρατάξεις φαινόταν ότι βοηθούσαν στην επιτυχία του εγχειρήματός του.

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός (Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Αποστάτης)

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός (Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Αποστάτης)

Οι εθνικοί υπερτερούσαν ακόμη αριθμητικά, ιδιαίτερα στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και μάλιστα στη Ρώμη. Επίσης ο στρατός, με το μεγάλο ποσοστό βαρβάρων στις τάξεις του, ήταν ακόμη σε μεγάλο βαθμό εθνικός. Υπήρχε, τέλος, σημαντικός αριθμός αποστατών από τη Χριστιανική θρησκεία. Παρ’ όλα αυτά ο Ιουλιανός δε μπόρεσε να οργανώσει αποτελεσματική εκστρατεία εναντίον του Χριστιανισμού. Στον αγώνα εναντίον της νέας πίστεως δεν ήταν παρά εκφραστής της μορφωμένης εθνικής αριστοκρατίας των νεοπλατωνικών φιλοσόφων και ρητόρων, στην οποία ανήκε. Στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ειδικά στην Αντιόχεια, που διάλεξε για έδρα του, ο αυτοκράτορας δοκίμασε σοβαρές απογοητεύσεις.

Η εσωτερική αδυναμία του αγώνα του φάνηκε πολύ καθαρά, όταν θέλησε να οργανώσει το εθνικό ιερατείο με πρότυπο την εκκλησιαστική ιεραρχία. Ο ζήλος που έδειξε για την ανανέωση της εθνικής λατρείας όπως και η προσωπική του συμμετοχή στις θυσίες ζώων στους θεούς, προκάλεσαν τον χλευασμό και την αντίδραση όχι μόνο ανάμεσα στους κύκλους των Χριστιανών. Η απόπειρά του ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, όπως συμβαίνει με κάθε κίνηση που ενθουσιάζεται για το αρχαίο μόνο επειδή είναι αρχαίο και καταπολεμεί κάθε τι νέο, μόνο επειδή είναι νέο. Το έργο του θάφθηκε μαζί του, όταν χτυπημένος θανάσιμα από εχθρικό δόρυ πέθανε στη σκηνή του κατά τη διάρκεια της ριψοκίνδυνης εκστρατείας του στην Περσία. Η σύντομη αποτυχία του εγχειρήματός του αποτέλεσε άμεση απόδειξη για το ότι η νίκη του Χριστιανισμού ήταν πλέον ιστορική αναγκαιότητα.

Βιβλιογραφία

Stein, Geschichte Ι.

Bury, Later Roman Empire I

Piganiol, Empire chrétien.

H. St. L. B. Moss, The Formation of the East Roman Empire, Cambr. Med. Hist. IV, Part Ι (2η έκδ. 1966) 1 – 41.

G. Μathew, The Christian Background, σελ. 42-60.

Seeck, Untergang I – IV.

Lot, Fin du Monde Antique.

F. Heichelheim, Wirtschaftsgeschichte des Altertums, Leiden 1938, I 766 – 859, II 1191-1225.

Rostovtzeff, Gesellschaft und Wirtschaft.

Mickwitz, Geld und Wirtschaft.

Kornemann, Weltgeschichte II.

Η. Βengtson, Griechische Geschichte, München1977, 556 εξ.

W. Ensslin, The Reforms of Diocletian, Cambr. Ancient Hist. XII (1939) 383 – 408.

J. Burckhardt, Die Zeit Constantins des Grossen, Gesamtausgabe II, Stuttgart 1929.

Ε. Schwartz, Kaiser Constantin und die christliche Kirche, Leipzig – Berlin 1936.

Ν. Η. Baynes, Constantine the Great and the Christian Church, London 1929.

A. Piganiol, L’Empereur Constantin, Paris 1932.

Η. Gregoire, La «conversion» de Constantin, Revue de l’ Univ. de Bruxelles 34 (1930 – 1) 231 – 72.

Η. Gregoire, Nouvelles recherches constantiniennes, Byzantion 13 (1938) 551 – 93.

A. Alföldi, The Conversion of Constantine and Pagan Rome, Oxford 1948.

J. Vogt, Constantin der Grosse und sein Jahrhundert, München 1960.

Ν. Η. Baynes, Constantine’s Successors to Jovian, Cambr. Med. Hist. I (1911) 24 – 54.

Ρ. Allard, Julian I’apostat, 3 τομ. Paris 1900 – 3.

G. Negri, L’ imperatore Giuliano l’ apostata, Milano 1902.

J. Geffeken, Kaiser Julianus, Leipzig 1914.

J. Βidez, La vie de l’ empereur Julien, Paris 1930 (Γερμανική μετάφραση München 1940).



Ηράκλεια η Ποντική……«Ιστορία» Μέμνωνος (μέρος 1ο)

$
0
0
Χάρτης Ρωμαϊκής εποχής (264 π.Χ) με την Ηράκλεια υπογραμμισμένη (wikipedia)

Χάρτης Ρωμαϊκής εποχής (264 π.Χ) με την Ηράκλεια υπογραμμισμένη (wikipedia)

———————————–

από την Βιβλιοθήκη του Φωτίου Α’, Πατριάρχου του Βυζαντίου

απόδοση στην νεοελληνική Περικλής Δημ. Λιβάς

Ελάχιστα είναι γνωστά για τον ιστορικό συγγραφέα Μέμνωνα, ο οποίος εκτιμάται ότι έζησε τον 1ο αιώνα της σύγχρονης εποχής.  Συνέγραψε την τοπική ιστορία της Ηράκλειας Ποντικής, σημαντικής Ελληνικής αποικίας στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Αποσπάσματα του έργου αυτού, τα οποία συνιστούν αφήγηση περί ακμής και παρακμής, ενός από τα προπύργια του Ελληνικού πολιτισμού, διεσώθησαν με την Μυριόβιβλο, έργο του λογίου Βυζαντινού Πατριάρχη Φώτιου Α’, το οποίο αναφερόταν σε πολλούς συγγραφείς εκκλησιαστικής και θύραθεν παιδείας. Η χρονική περίοδος που καλύπτει το διασωθέν έργο εκτείνεται από το τυραννικό καθεστώς του Κλεάρχου (364-353 π.Χ) έως την κατάληψη της πόλης από τους Ρωμαίους (70 π.Χ).

Απάνθισμα κειμένων από διακόσιους ογδόντα συγγραφείς, η Μυριόβιβλος θεωρείται η πρώτη προσπάθεια των Βυζαντινών, να εντρυφήσουν στην αρχαία ελληνική αλλά και βυζαντινή γραμματεία. Ο Φώτιος, συνοδεία φίλων και μαθητών του συνέθεσε και σχολίασε τα έργα και ακολούθως παρότρυνε τους πάντες, να διαβάσουν το πολυσχιδές λογοτεχνικό έργο το οποίο περιελάμβανε θέματα φιλολογίας, λογοτεχνίας και θεολογίας. 

Μεταγενέστερη έκδοση της “Βιβλιοθήκης” του Φωτίου (wikipedia)

Μεταγενέστερη έκδοση της “Βιβλιοθήκης” του Φωτίου (wikipedia)

Ἀνεγνώσθη βιβλίον Μέμνονος ἱστορικόν, ἀπὸ τοῦ θʹ λόγου ἕως Ϛʹ καὶ ιʹ. Ἡ δὲ πραγματεία, ὅσα περὶ τὴν Ποντικὴν Ἡράκλειαν συνηνέχθη σκοπὸν ἀναγράψαι προτίθεται, τοὺς ἐν αὐτῇ τυραννήσαντας ἀναλεγομένη καὶ πράξεις αὐτῶν καὶ ἤθη, καὶ τοὺς ἄλλων βίους, καὶ τὰ τέλη οἷς ἐχρήσαντο, καὶ ὅσα τῶν εἰρημένων ἐξήρτηται.

[Κεφάλαια 1-21]

[1] Ο Μέμνων μας πληροφορεί ότι, ο Κλέαρχος ήταν ο πρώτος που αποπειράθηκε να αυτοχρισθεί τύραννος της πόλης. Είχε διδαχθεί φιλοσοφία από τον Πλάτωνα και επί τέσσερα έτη μαθήτευσε την ρητορική κοντά στον Ισοκράτη. Στην πραγματικότητα όμως αποδείχθηκε βάναυσος και αιμοδιψής προς τους υπηκόους του, στο απόγειο δε της αλαζονείας του, αποκαλούσε τον εαυτό του γιό του Δία, χρωμάτιζε το πρόσωπό του με αφύσικες βαφές, κοσμώντας το με διάφορα είδη και τρόπους, ώστε να δείχνει αστραφτερός ή αναψοκοκκινισμένος σ’ αυτούς που τον έβλεπαν, ενώ άλλαζε και τον ρουχισμό του ανάλογα με το πως ήθελε να εμφανιστεί, τρομακτικός ή κομψός και δεν ήταν αυτό το μόνο του ελάττωμα. Στάθηκε αγνώμων απέναντι στους ευεργέτες του, ήταν δε  ακραία βίαιος και διατεθειμένος να πραγματώσει τις πιο φριχτές πράξεις. Εξόντωσε ανηλεώς όλους όσοι του αντιτάχθηκαν, είτε προέρχονταν από τον λαό του, είτε από οπουδήποτε εμφανιζόταν κάποια δυνητική απειλή. Ωστόσο, ήταν ο πρώτος μεταξύ των τυράννων, ο οποίος εγκαθίδρυσε βιβλιοθήκη στην πόλη του.

Εξαιτίας του δολοφονικού, απάνθρωπου και υπεροπτικού χαρακτήρα του, έγιναν πολλές συνωμοσίες εναντίον του, αλλά τις παρέκαμψε όλες  μέχρις ότου ο Χίων, γιός του Μάτρη ενός υψηλόφρονα άνδρα, ο οποίος είχε δεσμούς αίματος με τον Κλέαρχο, οργάνωσε σκευωρία εναντίον του με τον Λέοντα, τον Εύξενο και πολλούς άλλους. Κατάφεραν μοιραίο πλήγμα στον Κλέαρχο, στο οποίο αυτός υπέκυψε οικτρά εξαθλιωμένος.

Ήταν τότε που ο τύραννος πραγματοποιούσε θυσιαστήρια τελετή δημόσια, όταν ο Χίων και οι ακόλουθοί του θεώρησαν ότι τους παρουσιαζόταν ευκαιρία να δράσουν. Ο Χίων βύθισε το σπαθί του στο πλευρό του κοινού τους εχθρού, κάνοντάς τον να υποφέρει από τρομερό, διαπεραστικό πόνο και φριχτά οράματα, φαντάσματα αυτών που κάποτε είχε βάναυσα δολοφονήσει. Δύο ημέρες αργότερα εξέπνευσε, έχοντας ζήσει για 58 χρόνια, από τα οποία τα 12 ήταν τύραννος.

Αρταξέρξης ΙΙΙ

Αρταξέρξης ΙΙΙ

Εκείνο τον καιρό, βασιλέας της Περσίας ήταν ο Αρταξέρξης ΙΙΙ και μετά από αυτόν ο γιός του Όχος. Ο Κλέαρχος είχε στείλει κάμποσες πρεσβείες σ᾽ αυτούς όσο ζούσε. Εντούτοις, όλοι οι δολοφόνοι του τυράννου σκοτώθηκαν. Κάποιοι σφαγιάσθηκαν από τους φύλακές του την ώρα της επίθεσης, μαχόμενοι γενναία, άλλοι δε, συνελήφθησαν αργότερα και καταδικάσθηκαν σε φοβερά βασανιστήρια.

[2] Ο Σάτυρος, αδελφός του Κλεάρχου, ανέλαβε την διακυβέρνηση, δρώντας ως φύλακας των γιων του τυράννου, Τιμόθεου και Διονύσιου. Επέδειξε απαράμιλλη σκληρότητα, ξεπερνώντας όχι μόνον τον Κλέαρχο, αλλά και όλους τους άλλους τυράννους. Δεν πήρε εκδίκηση μόνο από αυτούς που συνωμότησαν ενάντια στον αδελφό του, αλλά προκάλεσε εξίσου αφόρητη ζημιά στα παιδιά τους, τα οποία δεν είχαν συμμετάσχει στις πράξεις των γονέων τους, φέρθηκε δε σε πολλούς αθώους, σαν να ήταν εγκληματίες, τιμωρώντας τους.  Ήταν παντελώς αδιάφορος προς τη μόρφωση, τη φιλοσοφία και όλες τις ελευθέριες τέχνες. Μοναδικό του πάθος, ο φόνος και τίποτε ανθρώπινο ή πολιτισμένο δεν του κέντριζε το ενδιαφέρον. Ήταν κακός με κάθε τρόπο, ακόμη κι όταν ο χρόνος άμβλυνε τον πόθο να ξεδιψά με το αίμα των συμπατριωτών του, αλλά τουναντίον, επέδειξε καταφανή στοργή προς τον αδελφό του. Διατήρησε τη διαδοχή της εξουσίας, ασφαλή για τα παιδιά του (αδελφού του) και αποτίμησε την ευημερία των αγοριών τόσο σπουδαία, που ενώ είχε σύζυγο την οποία αγαπούσε πολύ, ήταν αποφασισμένος να μην αποκτήσει παιδιά, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο ώστε να καταστεί άτεκνος, με στόχο να μην αφήσει πίσω του κάποιον που θα μπορούσε να αντιστρατευθεί τ’ ανίψια του.

Ενώ ζούσε ακόμη, βεβαρημένος από τα γηρατειά, ο Σάτυρος παρέδωσε τον έλεγχο του κράτους στον Τιμόθεο, τον μεγαλύτερο από τους γιούς του αδελφού του και λίγο αργότερα προσβλήθηκε από σοβαρή και ανίατη ασθένεια. Καρκίνωμα εξαπλώθηκε χαμηλά ανάμεσα στη βουβωνική χώρα και το όσχεό του, επεκτεινόμενο οδυνηρά προς τα σωθικά του. Η σάρκα διερράγη και οι σωματικές εκκρίσεις ανέδυαν αποκρουστική και αφόρητη μυρωδιά, τόσο έντονη που ακόλουθοι και θεραπευτές, δεν μπορούσαν να αποκρύψουν την διάχυτη δυσωδία της σήψης. Συνεχείς οξύτατοι πόνοι ταλάνιζαν όλο του το σώμα καταδικάζοντας τον σε αϋπνία και σπασμούς μέχρι που η αρρώστια πρόσβαλλε τελικά τα σπλάχνα και του στέρησε τη ζωή. Λένε ότι κατά την διάρκεια της ασθένειας, συχνά παρακαλούσε, μάταια, τον θάνατο και αφού βυθίστηκε σε αυτή την σκληρή και τραγική θλίψη για πολλές ημέρες, τελικά εκπλήρωσε το χρέος του. Είχε ζήσει 65 και ήταν τύραννος για 7, την εποχή που βασιλέας της Σπάρτης ήταν ο Αρχίδαμος.

[3] Ο Τιμόθεος αναμόρφωσε την διακυβέρνηση που ανέλαβε, σε πιο ήπιο και δημοκρατικό καθεστώς, έτσι ώστε οι υπήκοοί του έπαψαν να τον αποκαλούν τύραννο αλλά τουναντίον, ευεργέτη και λυτρωτή. Εξόφλησε τα δάνειά που είχαν συνάψει με τοκογλύφους από δικούς του πόρους και τους χρηματοδότησε άτοκα για το υπόλοιπο των αναγκών διαβίωσής τους. Απελευθέρωσε αθώους αλλά και ενόχους από τις φυλακές. Ήταν αυστηρός αλλά ανθρώπινος δικαστής και γενικότερα επέδειξε χαρακτήρα καλό και άξιο εμπιστοσύνης. Έτσι, φρόντισε τον αδελφό του Διονύσιο σαν να ήταν πατέρας του, τοποθετώντας τον αρχικά στην εξουσία και κατόπιν προτείνοντάς τον ως διάδοχό του.

Συλλογή στατήρων των Τιμοθέου & Διονύσου της Ηράκλειας

Απεδείχθη επίσης γενναίο πνεύμα στα θέματα του πολέμου. Μεγαλόψυχος και ευγενής, ψυχή τε και σώματι, δίκαιος και ελεήμων στους διακανονισμούς των πολέμων. Ταλαντούχος στη διάκριση ευνοϊκών συγκυριών και σθεναρός στην πραγμάτωση των σχεδίων του. Ελεήμων, εγκρατής και συνάμα αμείλικτα τολμηρός, μετριοπαθής, ευγενής και συμπονετικός. Εντούτοις, κατά την διάρκεια της ζωής του υπήρξε αντικείμενο φόβου και τρόμου για τους εχθρούς του, ενώ προς τους οικείους του, νηφάλιος και ευχάριστος, και κατά συνέπεια ο θάνατός του θεωρήθηκε μεγάλη απώλεια, την ώρα που βουβή θλίψη και νοσταλγία σκέπαζαν την πόλη. Ο αδελφός του Διονύσιος, αποτέφρωσε το σώμα του αποδίδοντας μεγαλειώδεις τιμές, με δάκρυα στα μάτια και στεναγμούς απ’ την καρδιά του. Διοργάνωσε προς τιμήν του, ιπποδρομίες, θεατρικές, μουσικές και γυμναστικές επιδείξεις, δρώμενα από τα οποία κάποια έγιναν άμεσα και άλλα αργότερα, με μεγαλύτερη λαμπρότητα.  

[4] Ο Διονύσιος έγινε ο επόμενος ηγέτης της Ηράκλειας, της οποίας την θέση ισχυροποίησε. Η νίκη του Μεγ. Αλεξάνδρου επί των Περσών στον ποταμό Γρανικό, είχε ελευθερώσει τον ορίζοντα όσων επιθυμούσαν να αυξήσουν τη δύναμή τους, περιορίζοντας την ηγεμονία των Περσών, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν σταθεί εμπόδιο προς αυτούς. Αργότερα όμως, βρέθηκε αντιμέτωπος με πολλούς κινδύνους, ιδιαίτερα όταν οι εξόριστοι από την Ηράκλεια απέστειλαν πρεσβεία στον Αλέξανδρο, ο οποίος μέχρι τότε είχε κατακτήσει ολόκληρη την Ασία, αιτούμενοι την έγκριση της επιστροφής τους και την αποκατάσταση της, κατά παράδοση, δημοκρατίας της πόλης. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, ο Διονύσιος σχεδόν απομακρύνθηκε από την εξουσία η οποία θα του είχε αφαιρεθεί εντελώς, αν δεν φερόταν πολύ έξυπνα και ευρισκόμενος σε πνευματική ετοιμότητα, κέρδιζε την ευαρέσκεια των υπηκόων του, αξιώνοντας συνάμα την εύνοια της Κλεοπάτρας.

Έτσι, αντιστάθηκε στους εχθρούς που τον απειλούσαν, κάποιες φορές υποχώρησε μπροστά στις απαιτήσεις τους, παρηγορώντας τον θυμό τους ή χρονοτριβώντας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις εναντιώθηκε. Τα νέα για τον θάνατο του Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα, από δηλητήριο ή αρρώστια, ακολούθησε η ανέγερση αγάλματος από τον Διονύσιο, αφιερωμένου στην Ευθυμία.  Η τέρψη που τον κυρίευσε με το πρώτο άκουσμα της είδησης, ήταν το ίδιο κατακλυσμιαία με την ακραία θλίψη που βίωσε αμέσως μετά. Σχεδόν κατέρρευσε από το ξάφνιασμα και έμοιαζε αναίσθητος. Οι εξόριστοι της Ηράκλειας προέτρεψαν τον Περδίκκα, ο οποίος είχε αναλάβει τα ηνία της πόλης, να ακολουθήσει την ίδια πολιτική (με τον Αλέξανδρο) αλλά ο Διονύσιος αν και στην κόψη του ξυραφιού, με παρόμοιες μεθόδους, διέφυγε όλους τους ελλοχεύοντες κινδύνους. Ο Περδίκκας ήταν ανεπαρκής ως ηγέτης με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί από τη φρουρά του. Οι ελπίδες των εξορίστων εξανεμίσθηκαν και όλες οι επιχειρήσεις του Διονυσίου ευοδώθηκαν.

Δίδραχμο με την Άμαστρη_Βρετανικό μουσείο

Δίδραχμο με την Άμαστρη_Βρετανικό μουσείο

Η καλή του τύχη ξεπέρασε κάθε προηγούμενο με τον δεύτερο γάμο του. Παντρεύτηκε την Άμαστρις, κόρη του Οξάθρη που ήταν αδελφός του Δαρείου, του οποίου την κόρη Στάτειρα, νυμφεύθηκε ο Αλέξανδρος, αφού σκότωσε τον πατέρα της. Έτσι, οι δύο γυναίκες ήταν εξαδέλφες οι οποίες μάλιστα, ανετράφησαν μαζί, γεγονός που είχε προσδώσει ιδιαίτερη τρυφερότητα στη σχέση τους. Όταν είχε παντρευτεί την Στάτειρα, ο Αλέξανδρος έδωσε την Άμαστρη στον Κρατερό, έναν από τους κοντινούς φίλους του. Μετά την αναχώρησή του (Αλεξάνδρου) απ΄αυτόν τον κόσμο, ο Κρατερός στράφηκε προς την Φίλα, κόρη του Αντιπάτρου και με τη σύμφωνη γνώμη του πρώην συζύγου της, η Άμαστρις πήγε να ζήσει με τον Διονύσιο.

Έκτοτε, το βασίλειό του ευημερούσε, εξαιτίας του πλούτου που του απέφερε ο γάμος και της αγάπης που επέδειξε προς την σύντροφό του. Αποφάσισε ν’ αγοράσει εξ’ ολοκλήρου τον βασιλικό εξοπλισμό του Διονυσίου, τυράννου της Σικελίας, ο οποίος είχε απομακρυνθεί από την εξουσία. Ωστόσο, δεν ήταν το μόνο που ενδυνάμωσε την εξουσία του, αλλά επίσης η επιτυχία και η καλή θέληση των υπηκόων του, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ποτέ δεν εξουσίαζε. Παρείχε μεγάλη βοήθεια στον Αντίγονο, κυρίαρχο της Ασίας, όταν πολιορκούσε την Κύπρο και ως αντάλλαγμα έλαβε τον ανιψιό του Αντιγόνου, Πτολεμαίο, στρατηγό των δυνάμεων του Ελλησπόντου, ως σύζυγο για την κόρη που είχε από τον προηγούμενο γάμο του.  Έχοντας καταφέρει τέτοια διάκριση, απαξίωσε τον τίτλο του τυράννου και αποκαλούσε τον εαυτό του βασιλέα.

Απελεύθερος φόβου και ανησυχίας, αφέθηκε να ζει σε διαρκή χλιδή, κατήντησε υπέρβαρος και αφύσικα πρησμένος. Συνεπακόλουθα, όχι μόνον επεδείκνυε ολιγωρία στα κυβερνητικά του καθήκοντα, αλλά όταν ξάπλωνε να κοιμηθεί, ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για να βγει από τον ασυναίσθητο λήθαργο,  ήταν να τον τρυπούν με μεγάλες βελόνες. Απέκτησε τρία παιδιά με την Άμαστρη, τον Κλέαρχο, τον Οξάθρη και μια κόρη φέρουσα το ίδιο όνομα με την μητέρα της. Στο κατώφλι του θανάτου, ενεργώντας ως θεματοφύλακας, άφησε στην Άμαστρι τις ευθύνες της διακυβέρνησης και της κηδεμονίας των παιδιών, τα οποία ήταν πολύ μικρά, με την βοήθεια κάποιων άλλων. Είχε ζήσει για 55 χρόνια, από τα οποία τα 30 περίπου, ήταν κυβερνήτης. Ειπώθηκε ότι ήταν μειλίχιος ηγέτης και κέρδισε το επίθετο «καλός» για τον χαρακτήρα του. Οι υπήκοοί του, λυπήθηκαν βαθειά για τον θάνατό του.

Προτομή Λυσιμάχου_μουσείο Νάπολι

Προτομή Λυσιμάχου_μουσείο Νάπολι

Ακόμη και μετά τη φυγή του από τον κόσμο αυτό, η πόλη εξακολούθησε να ευημερεί, καθώς ο Αντίγονος προστάτευε τόσο το καταπίστευμα των παιδιών του Διονυσίου, όσο και τους πολίτες της. Όταν όμως το ενδιαφέρον του στράφηκε αλλού, ο Λυσίμαχος ανέλαβε τις ευθύνες της Ηρακλείας και των παιδιών, έκανε δε, την Άμαστρη γυναίκα του. Αρχικά ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της, αλλά όταν κατεπείγουσες περιστάσεις το απαίτησαν, την άφησε στην Ηράκλεια και πήγε να τις αντιμετωπίσει. Όταν ξεπέρασε τις πολλές δυσκολίες του, γρήγορα έστειλε να την φέρουν κοντά του, ώστε να τον ακολουθήσει στις Σάρδεις, επιδεικνύοντας αμείωτο ενδιαφέρον προς αυτήν. Ωστόσο αργότερα αυτό στράφηκε προς την κόρη του Πτολεμαίου Φιλάδελφου, την οποία έλεγαν Αρσινόη, γεγονός που ανάγκασε την Άμαστρη να τον εγκαταλείψει. Αφού έφυγε, πήρε στα χέρια της την εξουσία της Ηράκλειας, την αναζωογόνησε με την παρουσία της και ίδρυσε τη νέα πόλη Άμαστρη.

[5] Ο Κλέαρχος, έφηβος πλέον, ανέλαβε καθήκοντα κυβερνήτη της πόλης. Πολέμησε σε πολλές μάχες, κάποιες φορές ως σύμμαχος άλλων και κάποιες αντιστεκόμενος σε επιθέσεις εναντίον του. Σ’ έναν από αυτούς τους πολέμους, είχε παραταχθεί στο πλευρό του Λυσιμάχου ενάντια στους Γέτες, αλλά αμφότεροι αιχμαλωτίστηκαν. Ο Λυσίμαχος αφέθηκε ελεύθερος και η ίδια τύχη συνόδευσε αργότερα τον φυλακισμένο Κλέαρχο. Μαζί με τον αδελφό του, Οξάθρη, πήραν τα ηνία της πόλης διαδεχόμενοι τον πατέρα τους, αλλά ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκαν στους υποτελείς τους, απείχε μακράν της φιλευσπλαχνίας του Διονυσίου. Πραγμάτωσαν τα αισχρότερα των εγκλημάτων, υπαίτιοι του πνιγμού της μητέρας τους, η οποία ουδέποτε αναμίχθηκε στις υποθέσεις τους, όταν ευρισκόμενη εν πλώ, ρίχτηκε στη θάλασσα μ’ ένα τρομερό και διαβολικό τέχνασμα.

Ο Λυσίμαχος, στον οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί πολλάκις, ήταν τώρα βασιλέας της Μακεδονίας και παρά το ότι η σχέση του με την Αρσινόη προκάλεσε την Άμαστρη να τον εγκαταλείψει, διατηρούσε την φλόγα του πρότερου πάθους του γι αυτήν. Δεν ήταν προετοιμασμένος να αγνοήσει την αποτρόπαια δολοφονία της, αλλά το έκανε πολύ προσεκτικά με τα αισθήματά του και προσποιήθηκε ώστε να τηρήσει την ίδια φιλική στάση προς τον Κλέαρχο, όπως στο παρελθόν. Με πληθώρα επινοήσεων και εμπαιγμών (καθώς ήταν από τους πλέον ικανούς στην απόκρυψη των επιδιώξεών του) έφθασε στην Ηράκλεια όπως αν επρόκειτο να το κάνει για να εγκρίνει την διαδοχή. Παρότι φορούσε την μάσκα της πατρικής αγάπης προς τον Κλέαρχο, σκότωσε τους μητροκτόνους, πρώτα τον Κλέαρχο κι έπειτα τον Οξάθρη, εκπληρώνοντας το τίμημα για την δολοφονία της μητέρας τους. Έθεσε την πόλη υπό την προστασία του και απέσπασε αρκετή από την περιουσία την οποία είχαν συσσωρεύσει οι τύραννοι. Αφού επέτρεψε στους πολίτες να συστήσουν εκ νέου δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο άλλωστε ήταν αυτό που ήθελαν, ξεκίνησε για το βασίλειό του.

Φθάνοντας εκεί, γεμάτος επαίνους για την Άμαστρις, εγκωμίασε αφενός το χαρακτήρα και τον τρόπο διακυβέρνησής της και αφετέρου τη δημιουργία ευμεγέθους βασιλείου υψίστης σπουδαιότητας και υπολογίσιμης ισχύος. Εκθείασε την Ηράκλεια και δόξασε την Τίο και την Άμαστρη, πόλη που ίδρυσε η ίδια στο όνομά της. Τα λεγόμενά του προκάλεσαν την πόθο της Αρσινόης να γίνει παλλακίδα των περιοχών που αυτός είχε εξυμνήσει και του ζήτησε να εκπληρώσει την επιθυμία της. Εκείνος αρχικά αρνήθηκε θεωρώντας την υπερβολική, αλλά αργότερα καθώς εκείνη εξακολουθούσε να εκλιπαρεί, της παραχώρησε τη θέση αυτή, μιας και η Αρσινόη δεν εγκατέλειπε την θέλησή της και τα γηρατειά είχαν κάνει τον Λυσίμαχο πιο συγκαταβατικό. Όταν η Ηράκλεια πέρασε στα χέρια της, έστειλε εκεί τον Ηρακλείδη από την Κύμη (Κυμαίο) άνθρωπο φιλικά προσκείμενο πρός εκείνη, αλλά κατά τα άλλα αδίστακτο και πονηρό, επιτήδειο και οξύνου. Αυτός κυβέρνησε την πόλη αυστηρά, κατηγορώντας και τιμωρώντας πολλούς από τους πολίτες, αποστερώντας τους την εύνοια της τύχης που μόλις είχαν προλάβει να νοιώσουν. 

Επηρεασμένος από την Αρσινόη, ο Λυσίμαχος σκότωσε τον Αγαθοκλή, πρεσβύτερο και καλύτερο από τους γιούς του, ο  οποίος ήταν απόγονος προερχόμενος από τον προηγούμενο γάμο του. Αρχικά προσπάθησε να τον δηλητηριάσει, αλλά όταν ο Αγαθοκλής ανακάλυψε κι έφτυσε το δηλητήριο, του επεφύλασσε πιο επαίσχυντη μέθοδο. Τον έριξε στη φυλακή και διέταξε να ακρωτηριασθεί, με πρόσχημα ότι τον επιβουλευόταν. Ο Πτολεμαίος, διεκπεραιωτής αυτού του αίσχους, ήταν αδελφός της Αρσινόης ο οποίος εξαιτίας τρέλας και απερισκεψίας που τον διακατείχαν, είχε προσονομασθεί “κεραυνός”. Σκοτώνοντας τον γιό του, ο Λυσίμαχος κέρδισε επάξια το μίσος των συνανθρώπων του. Έτσι, όταν ο Σέλευκος πληροφορήθηκε το γεγονός αλλά και πόσο εύκολο ήταν να ανατραπεί η βασιλεία, αφού αρκετές πόλεις είχαν επαναστατήσει εναντίον του Λυσιμάχου, συντάχθηκε μαζί τους και κινήθηκαν εχθρικά πρός αυτόν. Ο Λυσίμαχος σκοτώθηκε σ’ εκείνο τον πόλεμο, χτυπημένος από δόρυ που είχε φύγει από τα χέρια του Μαλάκωνα, Ηρακλεινού που πολεμούσε στο πλευρό του Σελεύκου. Μετά τον θάνατο του Λυσιμάχου το βασίλειό του προσαρτήθηκε σε αυτό του Σελεύκου.

[Σε αυτό το σημείο τελειώνει το 12ο βιβλίο του Μέμνωνα]

[6] Στο 13ο βιβλίο του, ο Μέμνων αφηγείται ότι όταν οι  Ηρακλεινοί έμαθαν ότι ο Λυσίμαχος είχε χάσει τη ζωή του από χέρι συμπατριώτη τους, αναθάρρησαν και με γενναιότητα διεκδίκησαν την ανεξαρτησία που είχαν στερηθεί επί 84 χρόνια, αρχικά από τους ιθαγενείς τυράννους και στη συνέχεια απ’ τον Λυσίμαχο. Κατά πρώτον επισκέφθηκαν τον Ηρακλείδη με την προτροπή να εγκαταλείψει την πόλη, πράξη την οποία θα συνόδευαν όχι μόνο με αμνηστία αλλά και ξεχωριστά δώρα, αρκεί να τους επέτρεπε να ανακτήσουν την ελευθερία τους. Αυτός, εκτός του ότι δεν πείστηκε, εξαγριώθηκε και μάλιστα δρομολόγησε την τιμωρία κάποιων πολιτών, οι οποίοι όμως συνθηκολόγησαν με τους αρχηγούς της φρουράς, υποσχόμενοι στους στρατιώτες ίσα δικαιώματα και καμία μεταβολή στις αμοιβές τους. Ακολούθως, συνέλαβαν τον Ηρακλείδη και τον φυλάκισαν για σύντομο χρονικό διάστημα, ικανό όμως να τους απελευθερώσει από κάθε φόβο. Γκρέμισαν συθέμελα τα τείχη της ακρόπολης, διόρισαν το Φώκριτο κυβερνήτη της πόλης και απέστειλαν πρεσβεία στον Σέλευκο.

Αλλά, ο Ζιποίτης, ηγέτης των Βιθυνίων, εχθρικός πρός την Ηράκλεια για λογαριασμό των Λυσιμάχου και Σελεύκου (όντας εχθρός και των δύο) επιτέθηκε στα περίχωρα της πόλης και τα λεηλάτησε, δίχως αυτό να σημαίνει ότι οι στρατιώτες του υπέστησαν μικρότερη ζημία από αυτή που προκάλεσαν.

[7] Εν τω μεταξύ, ο Σέλευκος είχε στείλει τον Αφροδίσιο διαχειριστή των πόλεων της Φρυγίας και των βορείων τμημάτων του Πόντου. Επιστρέφοντας με την ολοκλήρωση του έργου του, επαίνεσε τις άλλες πόλεις αλλά κατηγόρησε τους Ηρακλεινούς για την εχθρότητα που επέδειξαν πρός τον Σέλευκο. Αυτός ενοχλημένος, χρησιμοποίησε απειλές με σκοπό να υποτιμήσει και φοβίσει την αποστολή τους που βρισκόταν εκεί, αλλά ένας από αυτούς, ο επονομαζόμενος “χαμαιλέων”, δεν φοβήθηκε και απάντησε “Ἡρακλῆς κάρρων Σέλευκε” – όπου κάρρων στη δωρική διάλεκτο, σήμαινε δυνατότερος. Ο Σέλευκος δεν το κατάλαβε αλλά παρέμεινε θυμωμένος κι έφυγε μακριά τους. Έτσι, η αποστολή δεν ήταν δυνατό να διακρίνει το όφελος ανάμεσα στην παραμονή της εκεί ή την επιστροφή της στην πατρίδα.

Μιθριδάτης ΣΤ' ο Ευπάτωρ_μουσείο Λούβρου

Μιθριδάτης ΣΤ’ ο Ευπάτωρ_μουσείο Λούβρου

Όταν οι Ηρακλεινοί πληροφορήθηκαν το συμβάν, εκτός των άλλων προετοιμασιών, άρχισαν να συγκεντρώνουν συμμάχους, αποστέλλοντας συνάμα πρεσβείες στον Μιθριδάτη, βασιλέα του Πόντου και στις πόλεις του Βυζαντίου και της Χαλκηδόνος. Τότε, ο Νύμφις (ιστορικός) ένας από τους παραμένοντες εξορίστους της Ηράκλειας, παρότρυνε τους υπολοίπους να επιστρέψουν στην πατρίδα, λέγοντας πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επιτευχθεί απλά,  εφόσον δεν αξίωναν την ανάκτηση των περιουσιών που τους είχαν αφαιρεθεί από τους γονείς τους. Κατάφερε να τους πείσει πολύ εύκολα και ο γυρισμός τους πραγματοποιήθηκε όπως είχε προβλέψει. Οι εξόριστοι και η πόλη που τους υποδέχτηκε μοιράστηκαν την ίδια χαρά και ικανοποίηση, καθώς οι πολίτες τους επεφύλαξαν θερμή υποδοχή εξασφαλίζοντας ότι πλέον δεν έλειπε κάτι που θα μπορούσε να συμβάλλει στην ευημερία τους.

[8] Ο Σέλευκος, ενθαρρυμένος από την επιτυχία εναντίον του Λυσιμάχου, αποφάσισε να διασχίσει την περιοχή προς την Μακεδονία. Λαχταρούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του απ’ όπου είχε ξεκινήσει με τον Αλέξανδρο και σκόπευε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του εκεί (ήταν ήδη ηλικιωμένος) έχοντας αφήσει στο τιμόνι της Ασίας το γιό του Αντίοχο. Αλλά στη συνοδεία του Σελεύκου βρισκόταν και ο Πτολεμαίος ο Κεραυνός, καθώς το βασίλειο του Λυσιμάχου είχε περάσει στον έλεγχο του Σελεύκου, διόλου καταφρονημένος αλλά τουναντίον χαίροντας τιμής και υπολήψεως ανάλογης βασιλικού γόνου. Οι ελπίδες του αναζωπυρώθηκαν από τις δεσμεύσεις σύμφωνα με τις οποίες ο Σέλευκος θα τον τοποθετούσε και πάλι στην Αίγυπτο ως νόμιμο κληρονόμο του βασιλείου μετά τον θάνατο του πατέρα του, Πτολεμαίου. Ωστόσο, η εκτίμηση με την οποία περιεβλήθη τόσο προσεκτικά και οι χάρες που του αποδόθηκαν, απέτυχαν να απεμπολήσουν τις κακές προθέσεις του. Συνωμότησε εις βάρος του ευεργέτη του, τον οποίο τελικά σκότωσε. Στη συνέχεια έσπευσε έφιππος στη Λυσιμάχεια, φόρεσε διάδημα και συνοδευόμενος από μεγαλοπρεπή φρουρά, πήγε να συναντήσει τα στρατεύματα τα οποία αναγκάστηκαν να τον αποδεχθούν αποκαλώντας τον βασιλέα, παρόλο που προηγουμένως είχαν υπηρετήσει τον Σέλευκο.

Εξήρης

Εξήρης

Όταν ο Αντίγονος, γιός του Δημητρίου, πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί, προσπάθησε να αποτρέψει τον Πτολεμαίο κινούμενος με στρατό και στόλο πρός την Μακεδονία. Ο Πτολεμαίος είχε πάει ν’ αντιμετωπίσει το στόλο του Λυσιμάχου, ο οποίος απαρτιζόταν από πολεμικά πλοία που είχαν σταλεί από την Ηράκλεια, εξήρεις, πεντήρεις, άφρακτους (χωρίς καταστρώματα) και μια οκτήρη, που αποκαλούσαν Λεοντοφόρο, εκπληκτικού μεγέθους και ομορφιάς. Είχε 100 κωπηλάτες σε κάθε σειρά (η οκτήρη είχε οκτώ σειρές κωπηλατών σε κάθε πλευρά) γεγονός που ανέβαζε τον συνολικό αριθμό τους, σε χίλιους εξακόσιους. Μετέφερε επίσης 1.200 στρατιώτες στα καταστρώματά της και δύο πηδαλιούχους. Από την αρχή της ναυμαχίας, η νίκη έγειρε στο μέρος του Πτολεμαίου, ο οποίος απώθησε το στόλο του Αντιγόνου, με τα πλοία από την Ηράκλεια να μάχονται πιο γενναία απ’ όλα και την Λεοντοφόρο να διακρίνεται. Μετά την ήττα του στη θάλασσα ο Αντίγονος αποσύρθηκε στη Βοιωτία και ο Πτολεμαίος προωθήθηκε στη Μακεδονία εξασφαλίζοντας την υποταγή της. Ευθύς φανέρωσε την φαυλότητά του, νυμφευόμενος την αδελφή του Αρσινόη (κατά την Αιγυπτιακή παράδοση) και σκοτώνοντας τα παιδιά που είχε αποκτήσει με τον Λυσίμαχο. Αφού τα ξεφορτώθηκε, εξόρισε και την ίδια την Αρσινόη από το βασίλειο.

Διέπραξε σωρεία άλλων εγκλημάτων σε περίοδο μεγαλύτερη από δύο χρόνια μέχρι μια συμμορία ενδεών Γαλατών να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και να εισβάλλουν στη Μακεδονία. Ενεπλάκη σε μάχη με αυτούς και σκοτώθηκε με τρόπο που άρμοζε στην δική του αναλγησία, κατασπαρασσόμενος στην κυριολεξία από τους Γαλάτες, οι οποίοι τον συνέλαβαν ζωντανό, όταν ρίχτηκε στη γη από τον πληγωμένο ελέφαντα που τον μετέφερε. Ο Αντίγονος, γιός του Δημητρίου, ο οποίος είχε ηττηθεί στη ναυμαχία, έγινε κυβερνήτης της Μακεδονίας μετά το θάνατο του Πτολεμαίου.

[9] Ο Αντίοχος, γιός του Σελεύκου, ο οποίος μέσω αρκετών πολέμων είχε ανακτήσει το βασίλειο του πατέρα του με δυσκολίες και όχι ολοκληρωτικά, έστειλε τον στρατηγό Πατροκλή με στρατιωτικό απόσπασμα στο πλευρό του, στην ορεινή περιοχή Ταύρου. Ο Πατροκλής όρισε τον Ερμογένη, του οποίου η οικογένεια καταγόταν από την Άσπενδο, να ηγηθεί σε επιθέσεις κατά της Ηράκλειας και άλλων πόλεων. Όταν οι Ηρακλεινοί έστειλαν πρεσβεία στον Ερμογένη, συνθηκολόγησε μαζί τους και αποσύρθηκε από τα εδάφη τους, αλλά κατευθύνθηκε προς την Βιθυνία μέσω της Φρυγίας. Εκεί όμως, παγιδεύτηκε από του Βιθυνούς και σκοτώθηκε μαζί με όλο το στρατό του, παρόλο που πολέμησε γενναία. Αποτέλεσμα ήταν ο Αντίοχος να οργανώσει εκστρατεία εναντίον των Βιθυνών και ο βασιλέας τους Νικομήδης να αποστείλει πρεσβείες για συμμαχία στην Ηράκλεια, την οποία και έλαβε άμεσα, υποσχόμενος να ανταποδώσει την βοήθεια όταν η πόλη θα βρισκόταν σε ανάλογη περίσταση.

Εν τω μεταξύ, ξοδεύοντας μεγάλο χρηματικό ποσό οι Ηρακλεινοί ανέκτησαν την Κίερο την Τίο και την γη της Θυνίδος, χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν το ίδιο με την Άμαστρη (η οποία είχε αφαιρεθεί από την εξουσία τους όπως και οι άλλες πόλεις) παρά την σκληρές προσπάθειές τους είτε με πόλεμο είτε με εξαγορά. Ο Ευμένης, ο οποίος κατείχε την Άμαστρις, επηρεασμένος από αδικαιολόγητο θυμό, προτίμησε να παραδώσει την πόλη χωρίς αντίτιμο στον Αριοβαρζάνη, το γιό του Μιθριδάτη, από το να δεχθεί την οικονομική προσφορά των Ηρακλεινών. Σχεδόν τον ίδιο καιρό, εκείνοι είχαν αρχίσει εχθροπραξίες με τον Ζιποίτη τον Βιθυνό, ο οποίος διοικούσε την Θυνία στη Θράκη. Σ’ αυτόν τον πόλεμο σκοτώθηκαν πολλοί Ηρακλεινοί πολεμώντας γενναία και ο Ζιποίτης επικράτησε ολοκληρωτικά, αλλά με τον ερχομό συμμάχων των Ηρακλειδών, ντρόπιασε τη νίκη του διαφεύγοντας. Παρότι νικήθηκαν, οι Ηρακλεινοί ανέκτησαν τις δυνάμεις τους και αποτέφρωσαν τα σώματα των νεκρών τους ανεμπόδιστοι. Στη συνέχεια έχοντας πετύχει απλά και μόνο να πολεμήσουν, μετέφεραν τα οστά των πεσόντων στην πόλη, όπου και τα ενταφίασαν κατά τη διάρκεια λαμπρής τελετής στο μνημείο των ηρώων.

[10] Περίπου ταυτόχρονα, ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στον Αντίοχο, γιό του Σελεύκου και τον Αντίγονο, γιό του Δημητρίου. Τεράστιες δυνάμεις αντιπαρατάχθηκαν και ο πόλεμος διήρκεσε μακρά περίοδο. Ο Νικομήδης Α’ βασιλέας της Βιθυνίας, πολέμησε στο πλευρό του Αντιγόνου και πολλοί άλλοι συμμάχησαν με τον Αντίοχο. Έτσι, μετά τη σύγκρουση με τον Αντίγονο, ο Αντίοχος έμμεσα είχε αναλάβει να πολεμήσει με τον Νικομήδη. Ο τελευταίος συγκέντρωσε δυνάμεις από διάφορα μέρη και έστειλε πρεσβείες για βοήθεια στους Ηρακλεινούς οι οποίοι του διέθεσαν 13 τριήρεις για να τον ενισχύσουν. Ο Νικομήδης έσπευσε ν’ αντιταχθεί στο στόλο του Αντιόχου, αλλά παρέμειναν για λίγο αντικρυστά δίχως κανείς να αρχίζει τη μάχη και αποσύρθηκαν χωρίς να συμβεί κάτι.

[11] Όταν οι Γαλάτες έφθασαν στο Βυζάντιο και λεηλάτησαν σχεδόν όλα τα περίχωρα, οι Βυζαντινοί έχοντας υποστεί φθορές από τον πόλεμο, αποτάθηκαν στους συμμάχους τους για βοήθεια. Εκείνοι έκαναν ότι μπορούσαν και οι Ηρακλεινοί κατέβαλαν 4.000 χρυσά νομίσματα (κατ’ απαίτηση της διπλωματικής αποστολής). Όχι πολύ αργότερα, ο Νικομήδης συνθηκολόγησε με του Γαλάτες, οι οποίοι επιτίθονταν στο Βυζάντιο, διευθετώντας το πέρασμά τους στην Ασία, καθώς είχαν προσπαθήσει πολλές φορές ανεπιτυχώς εξαιτίας της αντίστασης των Βυζαντινών.

Οι όροι της συμφωνίας ήταν οι παρακάτω: οι βάρβαροι όφειλαν να υποστηρίζουν πάντα τον Νικομήδη και τα παιδιά του και να μην συνάψουν συμμαχία με κανένα άλλο κράτος που θα το ζητήσει, χωρίς την άδεια του Νικομήδη. Όφειλαν να είναι σύμμαχοι των συμμάχων του και εχθροί των εχθρών του. Θα έπρεπε να υπηρετήσουν ως σύμμαχοι τους Βυζαντινούς αν παρουσιαζόταν ανάγκη και τους κατοίκους της Τίου, τους Ηρακλεινούς, τους Χαλκηδόνιους και τους Κιέριους, όπως επίσης και μερικούς άλλους κυβερνήτες. Με αυτούς τους όρους ο Νικομήδης έφερε την πλειοψηφία των Γαλατών στην Ασία. Οι Γαλάτες είχαν 17 επιφανείς ηγέτες εκ των οποίων σημαντικοί και διακεκριμένοι ήταν ο Λεοννόριος και ο Λουτάριος.

Αρχικά η επέλαση των Γαλατών στην Ασία φάνηκε να δημιουργεί μόνο προβλήματα στους ιθαγενείς, αλλά τελικά απεδείχθη ωφέλιμη γι αυτούς. Οι βασιλείς προσπάθησαν να αποκαθηλώσουν τις δημοκρατίες των πόλεων, αλλά οι Γαλάτες τις ενδυνάμωσαν απωθώντας τους τυράννους. Ο Νικομήδης αφού εξόπλισε τους Γαλάτες, ξεκίνησε κατακτώντας τη γή της Βιθυνίας, σφαγιάζοντας τους κατοίκους με την βοήθεια των Ηρακλεινών. Οι Γαλάτες μοιράστηκαν τα υπόλοιπα λάφυρα μεταξύ τους. Αφού προωθήθηκαν αρκετά στη χώρα, αποσύρθηκαν και επέλεξαν ένα κομμάτι γης για τον εαυτό τους, το οποίο σήμερα ονομάζεται Γαλατία. Χώρισαν την περιοχή σε τρία μέρη διανέμοντάς τα στις φυλές των Τρωγμών, Τολοστοβογίων και Τεκτοσάγων. Αυτές ίδρυσαν τις πόλεις, Τρωγμοί στην Άγκυρα, Τολοστοβόγιοι στην Ταβία και Τεκτοσάγες στην Πισινούντα.

[12] Ο Νικομήδης απόλαυσε λαμπρή ευδαιμονία και ίδρυσε πόλη που έφερε τ´όνομά του απέναντι από τον Αστακό. Ο Αστακός, αποικισμός Μεγαρέων, είχε ιδρυθεί στις αρχές της 17ης Ολυμπιάδας (712/11 π.Χ.) και βαπτίσθηκε σύμφωνα με την επιταγή χρησμού στο όνομα ενός αυτόχθονα Σπαρτού (Σπαρτοί ήταν οι προπάτορες των Θηβαίων) ευγενούς και πνευματικού άνδρα που ονομαζόταν Αστακός. Η πόλη υπέμεινε πολλές επιθέσεις από γείτονές της και είχε εξαντληθεί από τους πολέμους, αλλά όταν οι Αθηναίοι έστειλαν αποίκους να ενωθούν με τους Μεγαρείς, απαλλάχθηκε από τις δυσκολίες της και κατάφερε ν´ αποκτήσει δόξα και ισχύ, την εποχή που ο  Δυδαλσός ήταν κυβερνήτης των Βιθυνών. Τον Δυδαλσό διαδέχθηκε ο Βοτείρας, ο οποίος έζησε για 76 χρόνια και τον διαδέχθηκε ο γιός του, Βας. Αυτός νίκησε τον Κάλα, στρατηγό του Αλεξάνδρου, παρά την καλή του προετοιμασία και κράτησε τους Μακεδόνες μακρυά από τη Βιθυνία. Έζησε 71 χρόνια και ήταν βασιλέας τα 50 από αυτά.

Τον διαδέχθηκε ο γιός του, Ζιποίτης, εξαιρετικός πολεμιστής ο οποίος σκότωσε έναν απο τους στρατηγούς του Λυσιμάχου και έτρεψε σε φυγή κάποιον άλλο, μακρυά από το βασίλειό του. Αφού νίκησε πρώτα τον Λυσίμαχο, βασιλέα των Μακεδόνων και στη συνέχεια τον Αντίοχο, γιό του Σελέυκου, βασιλέα της Ασίας, ίδρυσε πόλη στους πρόποδες τους όρους Λυπερόν, στην οποία έδωσε τ´όνομά του. Ο Ζιποίτης έζησε 76 χρόνια και κυβέρνησε το βασίλειο για 48 από αυτά, αφήνοντας πίσω του τέσσερα παιδιά. Στο θρόνο τον διαδέχθηκε ο νεώτερος, ο Νικομήδης, ο οποίος συμπεριφέρθηκε περισσότερο ως εκτελεστής στους αδελφούς του. Εν τούτοις ενδυνάμωσε το βασίλειο των Βιθυνών ιδιαίτερα με την παροχή βοήθειας προς τους Γαλάτες να περάσουν στην Ασία, όπως προαναφέρθηκε και ιδρύοντας πόλη που έφερε τ’ όνομά του.

[13] Όχι πολύ αργότερα, ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Βυζαντινών, Καλλατιανών (αποίκων της Ηράκλειας) και Ιστριανών εξαιτίας του εμπορικού σημείου στην πόλη Τόμοι, το οποίο οι Καλλατιανοί ήθελαν να μονοπωλήσουν. Αμφότεροι οι αντιμαχόμενοι έστειλαν διπλωματικές αντιπροσωπείες στους Ηρακλεινούς ζητώντας βοήθεια, αλλά εκείνοι δεν ενίσχυσαν στρατιωτικά καμία πλευρά, παρά μόνο έστειλαν διαπραγματευτές, αν και τη δεδομένη στιγμή δεν κατάφεραν να φέρουν εις πέρας την επίτευξη εκεχειρίας. Αφού υπέφεραν πολλά στα χέρια των εχθρών τους, οι κάτοικοι της Καλλατίδος συνθηκολόγησαν αλλά τουλάχιστον για εκείνο το διάστημα, στάθηκε αδύνατη κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης μετά τις ολέθριες καταστροφές που είχαν υποστεί.

Νικομήδης Ι βασιλέας Βιθυνίας

Νικομήδης Ι βασιλέας Βιθυνίας

[14] Μεσολάβησε λίγος χρόνος έως ότου ο Νικομήδης, βασιλέας της Βιθυνίας, όντας ετοιμοθάνατος, κατονόμασε διαδόχους του, τους γιούς που είχε αποκτήσει με την δεύτερη γυναίκα του, Εταζέτα και καθώς τα παιδιά ήταν ακόμη μικρά, όρισε επιτρόπους, τον Πτολεμαίο, τον Αντίγονο και τους λαούς του Βυζαντίου, της Ηράκλειας και της Κίου. Ο Ζιήλας, γιός του από προηγούμενο γάμο, είχε αποπεμφθεί κατόπιν επιβουλής της μητριάς του Εταζέτας και ζούσε εξόριστος μαζί με τον βασιλέα των Αρμενίων. Όμως, επέστρεψε για να διεκδικήσει το βασίλειο με στρατιωτική δύναμη ενισχυμένη από Τολοστοβόγιους Γαλάτες. Οι Βιθυνοί, οι οποίοι επιθυμούσαν να διαφυλάξουν το βασίλειο για τα νεαρά αγόρια, κατέληξαν να παντρέψουν τον αδελφό του Νικομήδη με την μητέρα των παιδιών. Συγκέντρωσαν στρατό με την αρωγή των επιτρόπων που προαναφέρθηκαν και αντιστάθηκαν στην επίθεση του Ζιήλα, καταλήγοντας σε συνθηκολόγηση μετά από πολλές αμφίρροπες μάχες. Οι Ηρακλεινοί πολέμησαν ηρωικά εξασφαλίζοντας ότι η συμφωνία θα ήταν ευνοϊκή. Εν τούτοις οι Γαλάτες, θεωρώντας την Ηράκλεια εχθρό τους, λεηλάτησαν τα περίχωρα μέχρι τον ποταμό Κάλλη και επέστρεψαν στην πατρίδα τους με πολλά λάφυρα.

[15] Όταν οι Βυζαντινοί βρίσκονταν σε πόλεμο με τον Αντίοχο, οι Ηρακλεινοί τους είχαν υποστηρίξει με 40 τριήρεις, αλλά η διαμάχη δεν προχώρησε πέρα από εκατέρωθεν προφορικές απειλές.

[16] Όχι πολύ αργότερα, ο Αριοβαρζάνης εγκατέλειψε τον κόσμο αυτό, ενώ βρισκόταν σε διένεξη με τους Γαλάτες. Ο γιός του, Μιθριδάτης, ήταν ακόμη νέος κι έτσι οι Γαλάτες απαξιώνοντάς τον, κατέστρεψαν το βασίλειό του. Οι υπήκοοι του Μιθριδάτη υπέφεραν τα πάνδεινα, αλλά διασώθηκαν από τους Ηρακλεινούς, οι οποίοι έστειλαν σιτάρι στην Αμισό, ώστε να μπορούν να τραφούν και να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Εξαιτίας αυτής της πράξης, οι Γαλάτες επέδραμαν εκ νέου στα εδάφη της Ηράκλειας και τα λεηλατούσαν μέχρι οι Ηρακλεινοί να στείλουν πρεσβεία σ’ αυτούς. Ο ιστορικός Νύμφις ήταν επικεφαλής της αποστολής. Πληρώνοντας 5.000 χρυσά νομίσματα στο στρατό των Γαλατών και 200 επιπλέον στον κάθε αρχηγό, τους έπεισαν να αποσυρθούν από την περιοχή.

[17] Ο Πτολεμαίος, βασιλέας της Αιγύπτου, είχε φθάσει στο απόγειο της ακμής του και αποφάσισε να ανταμείψει τις πόλεις με υπέροχα δώρα. Στους Ηρακλεινούς παρέδωσε 500 αρτάβες (αρτάβα: μονάδα χωρητικότητας της ελληνιστικής περιόδου που ισούται με σαράντα λίτρα) σιτάρι και κατασκεύασε ιερό του Ηρακλή στην ακρόπολη, από μάρμαρο Προκοννησίας.

[18] Στο σημείο αυτό, ο συγγραφέας κάνει μια παρέκβαση για την ανάρρηση των Ρωμαίων στην εξουσία: από πού καταγόταν αυτή η φυλή, πως εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία, τι προηγήθηκε και πως εγκαθιδρύεται η Ρώμη. Αφηγείται τα σχετικά με τους αρχηγούς τους, τους λαούς που πολέμησαν, τη συνάθροιση των βασιλέων, την αλλαγή του μοναρχικού πολιτεύματος σε υπατική εξουσία και το πώς οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν από τους Γαλάτες και η πόλη τους θα είχε καταληφθεί αν δεν παρενέβαινε ο Κάμιλλος και την διέσωζε. Στη συνέχεια, περιγράφει πως ο Αλέξανδρος, όταν προέλαυνε στην Ασία, τους διεμήνυσε ότι θα έπρεπε να κατακτούν άλλους εφόσον ήταν ικανοί να τους διοικήσουν ή να τους παραχωρούν σε δυνατότερους από αυτούς και ότι οι Ρωμαίοι του είχαν στείλει χρυσοποίκιλτο διάδημα. Περιγράφει τους πολέμους με τους Ταραντίνους και τον Πύρρο από την Ήπειρο, κατά τη διάρκεια των οποίων οι αποτυχίες άλλαξαν αρκετές φορές στρατόπεδο αλλά τελικά επιβλήθηκαν, εξώθησαν τους Ταραντίνους σε υποταγή και τον Πύρρο μακρυά από την Ιταλία.

Συνεχίζει με τους πολέμους των Ρωμαίων ενάντια στους Καρχηδονίους και τον Αννίβα, τις επιτυχίες τους στην Ισπανία με τον Σκιπίωνα και άλλους στρατηγούς, πώς ο Σκιπίων ανακυρήχθηκε βασιλέας από τους Ισπανούς αλλά αρνήθηκε τον τίτλο και πώς ο Αννίβας ηττήθηκε τελικά και τράπηκε σε φυγή. Κατόπιν, αφηγείται το πώς οι Ρωμαίοι διέπλευσαν το Ιόνιο Πέλαγος και πώς ο Περσεύς, γιός του Φιλίππου, όταν έγινε βασιλέας των Μακεδόνων, παρορμητικά αθέτησε το σύμφωνο που είχε συνάψει ο πατέρας του με τους Ρωμαίους και ανατράπηκε μετά την ήττα του από τον Παύλο (Λούκιο Αιμίλιο), πώς νίκησαν τον Αντίοχο, βασιλέα της Συρίας, Κομμαγηνής και Ιουδαίας σε δύο μάχες, εκδιώκοντάς τον από την Ευρώπη. Τέλος, αφού ολοκλήρωσε την αφήγηση για τις κατακτήσεις των Ρωμαίων, ο συγγραφέας αναφέρει ότι οι Ηρακλεινοί είχαν στείλει πρεσβείες στους Ρωμαίους στρατηγούς που είχαν διασχίσει την Ασία, τις οποίες εκείνοι υποδέχθηκαν ένθερμα και τους συμπεριφέρθηκαν με ευγένεια.

Προτομή του Σκιπίωνα του Αφρικανού στο Μουσείο Πούσκιν στη Μόσχα.

Προτομή του Σκιπίωνα του Αφρικανού στο Μουσείο Πούσκιν στη Μόσχα.

Ο Πόπλιος Αιμίλιος τους ενεχυρίασε ιδιόχειρη επιστολή, με την οποία τους διαβεβαίωνε για την φιλική στάση της Συγκλήτου απέναντί τους και για την παροχή οιασδήποτε φροντίδας και προσοχής έχρηζαν. Αργότερα έστειλαν διπλωμάτες στον Κορνήλιο Σκιπίωνα, ο οποίος είχε κατακτήσει την Αφρική για λογαριασμό των Ρωμαίων, με σκοπό να επικυρώσουν τη συμφωνία που προηγουμένως είχε επιτευχθεί. Στη συνέχεια απέστειλαν εκ νέου πρεσβεία στον Σκιπίωνα αιτούμενοι την συμφιλίωση του βασιλέα Αντιόχου με τους Ρωμαίους, προωθώντας παράλληλα θέσπισμα συναίνεσης προς τον Αντίοχο προτρέποντάς τον να παραμερίσει την εχθρότητά του απέναντι στους Ρωμαίους. Ο Κορνήλιος απάντησε στους Ηρακλεινούς ξεκινώντας ως εξής: “Σκιπίων, ο στρατηγός και Ανθύπατος των Ρωμαίων, χαιρετίζει την Σύγκλητο και το λαό της Ηράκλειας”. Ακολούθως, επιβεβαίωσε την καλή θέληση των Ρωμαίων προς τους Ηρακλεινούς όπως επίσης την πρόθεση τερματισμού του πολέμου με τον Αντίοχο. Ο Λούκιος, αδελφός του Πόπλιου Κορνήλιου Σκιπίωνα, ο οποίος διοικούσε το στράτευμα, έδωσε παρόμοια απάντηση στους απεσταλμένους των Ηρακλεινών.

Όχι πολύ αργότερα, ο Αντίοχος πολέμησε εκ νέου με τους Ρωμαίους, ηττήθηκε κατά κράτος και οι μεταξύ τους εχθροπραξίες τερματίστηκαν με προσχώρησή του σε συνθήκη, κατά την οποία απομακρυνόταν από το σύνολο των περιοχών της Ασίας, παραδίδοντας τους ελέφαντες και το στρατό του. Κομμαγηνή και Ιουδαία παρέμεναν στην κυριαρχία του. Η πόλη της Ηράκλειας έστειλαν πρεσβείες στους επόμενους στρατηγούς που διορίστηκαν από τους Ρωμαίους, με παρόμοια αιτήματα, οι οποίες έγιναν δεκτές με την ίδια καλή θέληση και ευγένεια του παρελθόντος. Τελικά, Ρωμαίοι και Ηρακλεινοί κατέληξαν σε συμφωνία κατά την οποία συνομολογούσαν όχι μόνο την διατήρηση της φιλίας τους αλλά και τη συμμαχική δράση τους εναντίον άλλων κρατών, το οποίο ήταν προαπαιτούμενο αμφοτέρων. Πανομοιότυπα αντίτυπα της συμφωνίας χαράχθηκαν σε δύο χάλκινες πινακίδες εκ των οποίων η μία τοποθετήθηκε στο ιερό του Δία, στον λόφο του Καπιτωλίου της Ρώμης και η άλλη στην Ηράκλεια, επίσης στο ιερό του Δία.

[19] Το δέκατο πέμπτο βιβλίο της ιστορίας, αρχίζει με την περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ο Προυσίας Α’, σθεναρός και δραστήριος βασιλέας των Βιθυνίων, εξουσίασε την Κίερο (η οποία ανήκε στους Ηρακλεινούς, τη μετονόμασε δε, σε Προυσιάδα) και μερικές ακόμη πόλεις, όπως για παράδειγμα την Τίο, μια ακόμη πόλη των Ηρακλεινών, με αποτέλεσμα οι κατακτήσεις του να περικυκλώνουν την Ηράκλεια μέχρι την θάλασσα. Μετά από αυτές, πολιόρκησε δριμύτατα την ίδια την Ηράκλεια, σκοτώνοντας πολλούς από τους πολιορκημένους. Η πόλη βρέθηκε στο κατώφλι της υποταγής αλλά η φραγή άρθηκε εξαιτίας ατυχήματος που υπέστη ο Προυσίας, όταν ευρισκόμενος στις επάλξεις του τείχους, χτυπήθηκε από πέτρα και συνετρίβη στο έδαφος σπάζοντας το πόδι του. Ο τραυματισμένος βασιλέας απομακρύνθηκε φοράδην και μετά δυσκολίας από τους Βιθυνούς, επιστρέφοντας στην πατρίδα του, όπου έζησε λίγα χρόνια πριν πεθάνει, έχοντας επονομασθεί (εξαιτίας του τραυματισμού του) “χωλός”.

Προυσίας Α' της Βιθυνίας

Προυσίας Α’ της Βιθυνίας

[20] Πριν την επέλαση των Ρωμαίων στην Ασία, οι Γαλάτες οι οποίοι ζούσαν στα βόρεια του Πόντου και επιθυμούσαν την πρόσβασή τους στη θάλασσα, προσπάθησαν να υποτάξουν την Ηράκλεια, θεωρώντας ότι δεν θα δυσκολεύονταν, καθώς η πόλη είχε χάσει αρκετή από την ισχύ που είχε στο παρελθόν, γεγονός που τους έκανε να την καταφρονούν. Συντάχθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις εναντίον της και οι Ηρακλεινοί ανέτρεξαν προς οποιαδήποτε βοήθεια μπορούσαν να βρούν τη δεδομένη στιγμή.

Έτσι, η πόλη υπέστη πολιορκία, η οποία συνεχίστηκε για αρκετό χρονικό διάστημα ωσότου οι Γαλάτες αρχίσουν να υποφέρουν από έλλειψη προμηθειών, καθώς ήταν παθιασμένοι περισσότερο, με τις πολεμικές συρράξεις, παραγκωνίζοντας τη διενέργεια βασικών προετοιμασιών.  Έχοντας εγκαταλείψει το στρατόπεδό τους σε αναζήτηση εφοδίων, οι αμυνόμενοι εξόρμησαν και τους αιφνιδίασαν. Κατέλαβαν το στρατόπεδο, σκότωσαν πολλούς από τους Γαλάτες και αιχμαλώτισαν τους άλλους που είχαν διασκορπιστεί στην ύπαιθρο, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, με αποτέλεσμα να καταφέρουν να αποδράσουν προς τη Γαλατία, λιγότεροι από το ένα τρίτο των Γαλατών. Αυτή η επιτυχία, παρότρυνε τους Ηρακλεινούς να ελπίζουν ότι θα μπορούσαν να ανακτήσουν την παρελθούσα δόξα και ευημερία τους.

[21] Όταν οι Ρωμαίοι στράφηκαν εναντίον Μάρσων, Πελιγνών και Μαρουκίνων, φύλων που ζούσαν στα βόρεια της Αφρικής κοντά στα Γάδειρα, οι Ηρακλεινοί έσπευσαν προς βοήθεια των Ρωμαίων με δύο κατάφρακτες τριήρεις. Αφού τους βοήθησαν να κερδίσουν τον πόλεμο και ανταμείφθηκαν για την προσφορά τους, επέστρεψαν στην πατρίδα τους, έντεκα χρόνια μετά την ημέρα που είχαν φύγει.

[Κεφάλαια 21-40, στο δεύτερο μέρος]

Πηγή

http://attalus.org/


Ηράκλεια η Ποντική…….. «Ιστορία» Μέμνωνος (μέρος 2ο)

$
0
0
Ηράκλεια και περίχωρα κατά την Ελληνιστική περίοδο

Ηράκλεια και περίχωρα κατά την Ελληνιστική περίοδο

από την Βιβλιοθήκη του Φωτίου Α΄, Πατριάρχου του Βυζαντίου
απόδοση στα νεοελληνικά Περικλής Δημ. Λιβάς

         Ο πόλεμος εναντίον του Μιθριδάτη

[22] Μετά από αυτά, ξέσπασε ο θλιβερός πόλεμος μεταξύ Ρωμαίων και Μιθριδάτη, βασιλέα του Πόντου, με αιτία την πολιορκία της Καππαδοκίας. Ο Μιθριδάτης είχε αποκτήσει τον έλεγχό της, αιχμαλωτίζοντας τον ανηψιό του, Αράθη, όταν αυτός αθέτησε όρκο συμφωνίας που είχε συνάψει και σκοτώνοντάς τον με τα ίδια του τα χέρια. Αυτός ο Αράθης ήταν γιός του Αριαράθη και της αδελφής του Μιθριδάτη.

Φονικός από τα γεννοφάσκια του, ο Μιθριδάτης, όταν κληρονόμησε το βασίλειο σε ηλικία δεκατριών χρόνων, φυλάκισε την μητέρα του – επίσης ανάδοχο του θρόνου σύμφωνα με τη βούληση του πατέρα του- θέτοντας στην πραγματικότητα βίαιο τέλος στη ζωή της και σκότωσε τον αδελφό του. Αύξησε την επιρροή του, καθυποτάσσοντας τους βασιλείς περί τον ποταμό Φάσι, ενώ πολεμώντας έως την Υπερκαυκασία, γιγαντώθηκε η αλαζονεία του.

Εξαιτίας αυτών, οι Ρωμαίοι λογίζοντας καχύποπτα τις βλέψεις του, εξέδωσαν διάταγμα σύμφωνα με το οποίο όφειλε να αποκαταστήσει στους βασιλείς των Σκυθών τις προπατορικές περιοχές τους. Ο Μιθριδάτης, πέραν της μέτριας απόκρισής του στην εντολή, σύναψε συμμαχία με τους Πάρθους, τους Μήδες, τον Τιγράνη της Αρμενίας, τους βασιλείς της Φρυγίας και τον βασιλέα  των Ιβήρων. Προσέφερε και άλλες αιτίες πολέμου, όπως για παράδειγμα, όταν οι Ρωμαίοι όρισαν τον Νικομήδη, γιό του Νικομήδη και της Νύσας, βασιλέα της Βιθυνίας, αυτός προέταξε τον Σωκράτη τον αποκαλούμενο Χρηστό, ως ανταγωνιστή της θέσης του Νικομήδη. Ωστόσο η θέληση των Ρωμαίων υπερίσχυσε, παρά την εναντίωση του Μιθριδάτη.

Μιθριδάτης ΣΤ' ο Ευπάτωρ_μουσείο Λούβρου

Μιθριδάτης ΣΤ’ ο Ευπάτωρ_μουσείο Λούβρου

Αργότερα, όταν οι Σύλλας και Μάριος, ενεπλάκησαν σε διαμάχη για τον έλεγχο του Ρωμαϊκού κράτους, ο Μιθριδάτης εξόπλισε με 40.000 πεζούς και 10.000 έφιππους στρατιώτες, τον στρατηγό του, Αρχέλαο προστάζοντάς τον να επιτεθεί στους Βιθυνούς. Όταν συναντήθηκαν στο πεδίο της μάχης, ο Αρχέλαος νίκησε και ο Νικομήδης διέφυγε με μικρή συνοδεία. Μαθαίνοντας τα νέα ο Μιθριδάτης, έσπευσε εκεί με τις συμμαχικές δυνάμεις στο πλευρό του, ξεκινώντας από την πεδιάδα της Αμάσειας και διασχίζοντας την Παφλαγονία, ηγούμενος στρατεύματος 150.000 ανδρών.  Ο Μάνιος, στρατηγός του Νικομήδη, εξαιτίας της διάλυσης του στρατεύματος στο άκουσμα της έλευσης του Μιθριδάτη, αντιπαρέταξε λίγους Ρωμαίους στρατιώτες στον Μενοφάνη, αλλά ηττήθηκε και διέφυγε, χάνοντας όλο το στράτευμά του.

Ο Μιθριδάτης εισέβαλλε στη Βιθυνία ανενόχλητος υποτάσσοντας πόλεις και περίχωρα αμαχητί. Κάποιες από τις πόλεις της Ασίας κατελήφθησαν και άλλες συμμάχησαν με τον Μιθριδάτη, έτσι ώστε το πολιτειακό καθεστώς άλλαξε ριζικά. Μόνο οι Ρόδιοι διατήρησαν τη συμμαχία τους με τους Ρωμαίους. Εν τούτοις ο Μιθριδάτης κήρυξε πόλεμο σ΄ αυτούς από ξηρά και θάλασσα, μολονότι οι Ρόδιοι πλεονεκτούσαν και στα δύο ενώ ο ίδιος κινδύνευσε να αιχμαλωτιστεί κατά τη διάρκεια ναυμαχίας. Τότε ο Μιθριδάτης, θεωρώντας ότι οι Ρωμαίοι που ζούσαν διάσπαρτοι στις πόλεις, υπονόμευαν τα σχέδιά του, απηύθυνε επιστολή σε όλες, με την  προτροπή να σκοτώσουν τους Ρωμαίους ανάμεσά τους, μια καθορισμένη ημέρα. Αρκετές υπάκουσαν σφαγιάζοντας την αποφράδα εκείνη μέρα 80.000 ανθρώπους.

Όταν η Ερέτρια, η Χαλκίδα και η Εύβοια στο σύνολό της, τάχθηκαν με το μέρος του Μιθριδάτη, όπως και άλλες πόλεις, ενώ οι Σπαρτιάτες είχαν ηττηθεί, οι Ρωμαίοι απέστειλαν τον Σύλλα εναντίον του με αντίστοιχο στράτευμα. Φθάνοντας ο Σύλλας κέρδισε με το μέρος του κάποιες πόλεις που συντάχθηκαν εθελοντικά με αυτόν, άλλες τις υπέταξε δια της βίας και κατατρόπωσε μεγάλο στράτευμα του Πόντου. Κατέλαβε την Αθήνα και η πόλη θα είχε καταστραφεί, αν η Γερουσία δεν έθετε φραγμούς στις επιδιώξεις του.

Συνέβησαν πολλές αψιμαχίες, στην πλειοψηφία των οποίων οι άνδρες του Πόντου είχαν τον έλεγχο και η κατάσταση άλλαξε εξαιτίας των επιτυχιών τους. Αλλά, τα βασιλικά στρατεύματα υπέφεραν από έλλειψη προμηθειών, καθώς ξόδεψαν αλόγιστα ότι είχαν στη διάθεσή τους και δεν γνώριζαν πως να διαφυλάξουν αυτά που είχαν αποκτήσει. Θα βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση αν ο Ταξίλης δεν είχε καταλάβει την Αμφίπολη, μετά την οποία η υπόλοιπη Μακεδονία συντάχθηκε μαζί του, γεγονός που του εξασφάλισε επάρκεια αγαθών.

Ταξίλης και Αρχέλαος ένωσαν τις στρατιές τους και με δύναμη μεγαλύτερη των 60.000 ανδρών, οχυρώθηκαν στην περιοχή της Φωκίδος, περιμένοντας το Σύλλα. Εκείνος, ενισχυμένος από τον Λούκιο Ορτήνσιο, ο οποίος είχε φέρει πάνω από 6.000 άνδρες από την Ιταλία, στρατοπέδευσε αντικρυστά σε υπολογίσιμη απόσταση. Ενώ οι άνδρες του Αρχέλαου αναλώνονταν στην αναζήτηση προμηθειών, ο Σύλλας τους αιφνιδίασε επιτιθέμενος στο στρατόπεδό τους. Σκότωσε άμεσα όλους όσοι ήταν ικανοί για μάχη και τοποθέτησε τους υπόλοιπους, από τους οποίους δεν είχε τίποτε να φοβηθεί, γύρω από το στρατόπεδο βάζοντάς τους ν’ ανάψουν φωτιές, ώστε να μην προκαλέσουν υποψίες γι αυτά που είχαν συμβεί, σε όσους έλλειπαν και επέστρεφαν. Έτσι κι έγινε, με αποτέλεσμα οι άνδρες του Σύλλα να πετύχουν περίλαμπρη νίκη.

[23] Ο Μιθριδάτης κατηγόρησε τους κατοίκους της Χίου, για συμπαράσταση προς τους Ροδίους και έστειλε τον Δορύλαο εναντίον τους. Αυτός αν και με δυσκολία, κατέλαβε την πόλη και ακολούθως, παραχώρησε τη γή στους στρατιώτες του Πόντου επιβιβάζοντας παράλληλα τους Χίους σε πλοία με κατεύθυνση τον Πόντο. Οι Ηρακλεινοί, σύμμαχοι των Χίων, εφόρμησαν στα πλοία του Πόντου που μετέφεραν τους αιχμαλώτους και διέπλεαν την περιοχή τους, δεδομένης δε της ανυπαρξίας αμυντικού εξοπλισμού σε αυτά, τα ανακατεύθυναν πρός την πόλη τους ανεμπόδιστα. Οι Ηρακλεινοί ανακούφισαν τάχιστα τους εξουθενωμένους Χίους, προσφέροντάς τους αφειδώς όλα τα αναγκαία και αργότερα τους απέστειλαν πίσω στην πατρίδα τους, αφού πρώτα τους προσέφεραν πλούσια δώρα.

Λεύκιος Βαλέριος Φλάκκος

Λεύκιος Βαλέριος Φλάκκος

[24] Η Σύγκλητος, έστειλε τους Βαλέριο Φλάκκο και Φιμβρία να πολεμήσουν εναντίον του Μιθριδάτη, με την εντολή να μοιραστούν την πολεμική εξουσία τους με τον Σύλλα, εφόσον αυτός ήθελε να συνεργαστεί με την Σύγκλητο, ενώ σε διαφορετική περίπτωση να πολεμούσαν πρωτίστως εναντίον του. Ο Φλάκκος υπέστη αρχικά διάφορες κακοτυχίες, όπως ελλείψεις τροφίμων και απώλειες σε μάχες, αλλά ως επί το πλείστον ήταν επιτυχής. Διέσχισε τη Βιθυνία με τη βοήθεια των Βυζαντινών και από ΄κεί πήγε στη Νίκαια, όπου και σταμάτησε. Ομοίως έπραξε και ο Φιμβρίας με τα στρατεύματά του. Ο Φλάκκος ενοχλήθηκε εξαιτίας του ότι η πλειοψηφία των στρατιωτών του θα προτιμούσε να διοικείται από τον πιό συμπονετικό Φιμβρία.

Ενώ ο Φλάκκος με πικρία επέπληττε τον Φιμβρία και τους πιο διακεκριμένους στρατιώτες, δύο από αυτούς, εξοργισμένοι περισσότερο απ΄τους άλλους, τον δολοφόνησαν, προκαλώντας την εναντίωση της Συγκλήτου προς τον Φιμβρία, η οποία ωστόσο, συγκαλήφθηκε από την διευθέτηση της εκλογής του στο αξίωμα του Υπάτου. Έτσι ο Φιμβρίας, αναλαμβάνοντας την διοίκηση του συνόλου της δύναμης, επιβλήθηκε σε κάποιες πόλεις συνάπτωντας συμφωνίες ενώ υπέταξε άλλες διά της βίας.

Ο γιός του Μιθριδάτη, συνοδευόμενος από τους στρατηγούς Ταξίλη, Διόφαντο και Μένανδρο, αντιτάχθηκε στον Φιμβρία με μεγάλη δύναμη. Αρχικά οι βάρβαροι υπερείχαν και ο Φιμβρίας αποφάσισε να ισοσταθμίσει τις απώλειές του μέσω κάποιου στρατηγήματος, μιας και ο εχθρικός στρατός ήταν πολυπληθέστερος. Όταν οι δύο δυνάμεις παρατάχθηκαν για μάχη, έχοντας κάποιο ποτάμι ανάμεσά τους, κατά τη διάρκεια πολύ πρωινής καταιγίδας ο Ρωμαίος στρατηγός το διέπλευσε αιφνιδιάζοντάς τους την ώρα που κοιμόντουσαν, σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς πριν προλάβουν ν΄αντιληφθούν τι είχε συμβεί. Ελάχιστοι των στρατηγών και το ιππικό, απέφυγαν τη σφαγή, ενώ ο Μιθριδάτης διέφυγε προς τον πατέρα του στην Πέργαμο με μικρή συνοδεία. Μετά την συντριπτική ήττα που υπέστη ο στρατός του βασιλέα, πολλές από τις πόλεις περιήλθαν στους Ρωμαίους.

[25] Μετά την επάνοδο του εξόριστου και αντιπολιτευόμενου Μάριου στη Ρώμη, ο Σύλλας φοβούμενος μήπως οδηγηθεί στην εξορία εξαιτίας της σκληρής συμπεριφοράς του προς αυτόν, έστειλε πρεσβεία στον Μιθριδάτη, προτείνοντάς του εκεχειρία με την Ρώμη. Ο Μιθριδάτης, ο οποίος  αποδέχθηκε την πρόταση ασμένως, ζήτησε συνάντηση ώστε να καθοριστούν οι όροι, την οποία ο Σύλλας απεδέχθη άμεσα και προωθούμενοι ο ένας προς τον άλλον συναντήθηκαν στη Δάρδανο, να συζητήσουν τη συμφωνία. Όταν οι ακόλουθοί τους αποσύρθηκαν, συνομολόγησαν ότι, ο Μιθριδάτης θα παρέδιδε την Ασία στους Ρωμαίους, οι Βιθυνοί και η Καππαδοκία θα διοικούντο από τους ιθαγενείς βασιλείς τους, ο Μιθριδάτης θα επικυρωνόταν ως βασιλέας ολόκληρου του Πόντου, εφόσον παρέδιδε 80 τριήρεις και 3.000 τάλαντα στον Σύλλα για την επιστροφή του στη Ρώμη και ότι οι Ρωμαίοι δεν θα τιμωρούσαν τις πόλεις για την υποστήριξή τους στον Μιθριδάτη.

Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας

Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας

Στην πραγματικότητα, οι Ρωμαίοι δεν συμμορφώθηκαν με την τελευταία δέσμευση τους και αργότερα υπέταξαν πολλές από αυτές. Ετσι, ο Σύλλας επέστρεψε δοξαζόμενος στην Ιταλία και ο Μάριος εκδιώχθηκε εκ νέου από τη Ρώμη. Ο Μιθριδάτης επέστρεψε στην πατρίδα του και ασχολήθηκε με την καταστολή αρκετών εθνών, εξεγερμένων εξαιτίας της καταστροφής που είχε υποστεί.

[26] Ο Μουρήνας στάλθηκε ως διοικητής στην περιοχή από την Σύγκλητο και ο Μιθριδάτης μέσω διπλωματικής οδού, αφού του υπενθύμισε τα συμφωνηθέντα με τον Σύλλα, ζήτησε την τήρησή τους. Ο Μουρήνας όμως αψήφησε την αποστολή (στην πλειοψηφία της Έλληνες φιλόσοφοι οι οποίοι δυσφήμιζαν τον Μιθριδάτη αντί να τον υποστηρίζουν) και κινήθηκε εναντίον του Μιθριδάτη. Τοποθέτησε τον Αριοβαρζάνη βασιλέα της Καππαδοκίας και ως επισφράγιση ίδρυσε την πόλη Εκίνεια, στα όρια του Μιθριδατικού βασιλείου.

Εν τω μεταξύ, αμφότεροι Μουρήνας και Μιθριδάτης έστειλαν πρέσβεις στην Ηράκλεια, αιτούμενοι την συμμαχία των Ηρακλεινών, οι οποίοι θεωρούσαν μεν τη δύναμη των Ρωμαίων ανυπέρβλητη αλλά ωστόσο φοβόντουσαν τον Μιθριδάτη, εξαιτίας της γειτνίασής τους. Ως εκ τούτων διεμήνυσαν στους διπλωμάτες ότι, όταν ξεσπούν τόσο μεγάλοι πόλεμοι, μόλις που θα μπορούσαν να προστατεύσουν την περιοχή τους, πόσο μάλλον να προστρέξουν σε βοήθεια άλλων.

Τότε, κάποιοι από τους συμβούλους του Μουρήνα υποστήριξαν επίθεση στη Σινώπη και αρχή πολέμου για τον έλεγχο της βασιλικής πρωτεύουσας, θεωρώντας ότι, εφόσον όριζαν την πόλη αυτή θα μπορούσαν εύκολα να επιβληθούν και στα υπόλοιπα μέρη. Όμως, ο Μιθριδάτης είχε προστατεύσει τη Σινώπη με μεγάλο στράτευμα, σε ετοιμότητα για ανοικτό πόλεμο. Κατά τις αρχικές αψιμαχίες οι δυνάμεις του βασιλέα πλεονεκτούσαν αλλά η επακόλουθη μάχη επανέφερε την ισορροπία αμβλύνοντας παράλληλα τον πολεμικό ενθουσιασμό αμφοτέρων των αντιμαχομένων. Ο Μιθριδάτης διέφυγε προς τις περιοχές περί τον ποταμό Φάσι και τον Καύκασο, ενώ ο Μουρήνας επέστρεψε στην Ασία και οι δύο μεριμνώντας για τις εσωτερικές υποθέσεις τους.

Lucius Licinius Lucullus

Lucius Licinius Lucullus

[27] Λίγο μετά το θάνατο του Σύλλα στη Ρώμη, η Σύγκλητος έστειλε τον Γάϊο Αυρήλιο Κόττα στη Βιθυνία και τον Λούκουλλο στην Ασία, εντεταλμένους να πολεμήσουν ενάντια στον Μιθριδάτη. Εκείνος, συγκέντρωσε ένα ακόμη μεγάλο στράτευμα και 400 τριήρεις μαζί με υπολογίσιμο αριθμό μικρότερων σκαφών συμπεριλαμβανομένων πεντηκοντήρεων και κερκούρων. Έστειλε τον Διόφαντο με στρατό στην Καππαδοκία να εγκαταστήσει φρουρές στις πόλεις και εφόσον ο Λούκουλλος κινούσε για τον Πόντο, να τον αντιμετωπίσει και να εμποδίσει την προέλασή του. Ο Μιθριδάτης πήρε μαζί του στρατό 150.000 στρατιωτών, 12.000 εφίππων και 120 δρεπανηφόρα άρματα με ίσο αριθμό εργατών. Προωθήθηκε μέσω της Τιμωνίτιδος (περιοχή της Παφλαγονίας) στην Γαλατία και εννέα ημέρες μετά έφθασε στη Βιθυνία. Ο Λούκουλλος πρόσταξε τον Κόττα να πλεύσει στο λιμάνι της Χαλκηδόνος με πλήρη στόλο.

Ο στόλος του Μιθριδάτη περνώντας από την Ηράκλεια, δεν έγινε δεκτός στην πόλη, αλλά οι Ηρακλεινοί παρείχαν εφόδια όταν τους ζητήθηκε.  Την ώρα που ναυτικοί και κάτοικοι συναλλάσσονταν, όπως ήταν φυσικό, ο ναύαρχος Αρχέλαος, συνέλαβε τον Σιλήνο και τον Σάτυρο, δύο επιφανείς Ηρακλεινούς, τους οποίους δεν απελευθέρωνε μέχρι που τους έπεισε να του παραδώσουν 5 τριήρεις σε βοήθεια για τον πόλεμο με τους Ρωμαίους. Αποτέλεσμα του τεχνάσματος αυτού ήταν οι Ηρακλεινοί να θεωρηθούν εχθροί από τους Ρωμαίους.

Ωστόσο οι Ρωμαίοι, οι οποίοι προέβαιναν σε επιτάξεις άλλων πόλεων, απαίτησαν συνεισφορές και από την Ηράκλεια. Όταν οι εισπράκτορες έφθασαν στην πόλη, αψήφησαν τους νόμους του κράτους και οι οικονομικές απαιτήσεις τους ανησύχησαν τους πολίτες οι οποίοι τις θεώρησαν ενδείξεις δουλοκτημοσύνης. Θέλησαν να στείλουν αντιπροσωπεία στην Σύγκλητο αιτούμενοι την απαλλαγή τους από τις επιτάξεις, αλλά πείστηκαν από τον πλέον παράτολμο άνδρα της πόλης να φυγαδεύσουν κρυφά τους εισπράκτορες, ούτως ώστε να μην ήταν κανείς σίγουρος για το πώς θα κατέληγαν. 

Οι ναυτικές δυνάμεις Ρώμης και Πόντου συναντήθηκαν στη θαλάσσια περιοχή κοντά στην Χαλκηδόνα, ενώ ξέσπασε μάχη και στη στεριά ανάμεσα στον στρατό του βασιλέα και τους Ρωμαίους, όπου στρατηγοί ήσαν οι Μιθριδάτης και Κόττας αντίστοιχα. Στη χερσαία μάχη οι Βαστάρνες κατεδίωξαν τους Ιταλούς σφαγιάζοντας πολλούς από αυτούς, παρόμοιο δε ήταν, το  αποτέλεσμα της ναυμαχίας και σε εκείνη την μία και μόνη μέρα, θάλασσα και στεριά καλύφθηκαν από πτώματα Ρωμαίων.  Στη ναυμαχία σκοτώθηκαν 8.000 άνδρες και 4.500 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ στη στεριά σκοτώθηκαν 5.300 Ιταλοί και από την πλευρά του Μιθριδάτη, 30 Βαστάρνες και 700 άλλοι.  Άπαντες πτοήθηκαν από την επιτυχία του Μιθριδάτη, εκτός του Λούκουλλου, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει παραπλεύρως του ποταμού Σαγγάριου και απηύθυνε ενθαρρυντικό λόγο προς  τους στρατιώτες του ώστε να αντιπαρέλθει την απελπισία τους.

[28] Ο Μιθριδάτης κινήθηκε με σιγουριά προς την Κύζικο και αποφάσισε να πολιορκήσει την πόλη. Ο Λούκουλλος τον ακολούθησε και στην επακόλουθη μάχη, ο στρατός του Πόντου υπέστη πανωλεθρία. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα φόνευσε δεκάδες χιλιάδες και αιχμαλώτισε 13.000.

Βαστάρνες_ενδυματολογική απεικόνιση_μουσείο Κρακοβίας

Βαστάρνες_ενδυματολογική απεικόνιση_μουσείο Κρακοβίας

Οι στρατιώτες του Φιμβρία είχαν ανησυχήσει από το ενδεχόμενο οι αρχηγοί τους να θεωρηθούν προδότες εξαιτίας της στάσης τους προς τον Φλάκκο και ενημέρωσαν τον Μιθριδάτη για την πρόθεσή τους να αυτομολήσουν στο στρατόπεδό του. Εκείνος, παρά την ευτυχή συγκυρία που του επεφύλασσε αυτό το μήνυμα, όταν νύχτωσε, έστειλε τον Αρχέλαο να επιβεβαιώσει και να πραγματώσει τη συμφωνία επιστρέφοντας με τους λιποτάκτες. Αλλά όταν έφθασε, οι στρατιώτες του Φιμβρία τον συνέλαβαν και σκότωσαν την ακολουθία του. Στο αποκορύφωμα της ατυχίας αυτής, ο στρατός του βασιλέα χτυπήθηκε από λιμό και πολλοί από τους στρατιώτες πέθαναν. Αντικρούοντας προσωρινά ταλαιπωρίες και εμπόδια, ο Μιθριδάτης δεν παραιτήθηκε από την πολιορκία παρά μόνον όταν οι απώλειές του γιγαντώθηκαν και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ατελέσφορα την πολιορκία.

Διόρισε τους Ερμαίο και Μάριο επικεφαλής του πεζικού που αριθμούσε πάνω από 30.000 άνδρες, ενώ ο ίδιος ξεκίνησε εν πλω την επιστροφή του στην πατρίδα. Διάφορα καταστροφικά περιστατικά συνέβησαν σε αυτό το ταξίδι, αρχής γενομένης από την ταραχώδη επιβίβαση στις τριήρεις, όπου συνωστίσθηκαν πολλοί και στην κυριολεξία κρεμάσθηκαν πάνω τους, είτε χωρούσαν να επιβιβασθούν είτε όχι. Ήταν τόσοι πολλοί οι απεγνωσμένοι που επιχείρησαν κάτι τέτοιο, ώστε αρκετά πλοία να βυθιστούν και άλλα να ανατραπούν. Αντιλαμβανόμενοι τα γεγονότα, οι κάτοικοι της Κυζίκου επετέθησαν στο στρατόπεδο, σφαγίασαν τους εναπομείναντες εξουθενωμένους στρατιώτες και λεηλάτησαν ότι είχε απομείνει. Ο Λούκουλλος ακολούθησε τον στρατό μέχρι τον ποταμό Αίσηπο, όπου τον αιφνιδίασε και σκότωσε πολλούς. Ο Μιθριδάτης ανέταξε τις δυνάμεις του όπως ήταν δυνατόν και πολιόρκησε την Πέρινθο αλλά αποτυγχάνοντας γύρισε πίσω προς τη Βιθυνία.

Τότε κατέφθασε ο Βάρβας, επικεφαλής μεγάλης δύναμης Ιταλών ενώ ο Γάϊος Βαλέριος Τριάριος, στρατηγός των Ρωμαίων προωθήθηκε και ξεκίνησε την πολιορκία της Απάμειας. Οι κάτοικοι της πόλης αντιστάθηκαν με όλες τις δυνάμεις τους αλλά στο τέλος άνοιξαν τις πύλες στους Ρωμαίους. Ακολούθως κατελήφθη η Προύσα στους πρόποδες του Ασιατικού όρους Όλυμπος. Από ΄κει ο Τριάριος κατηύθυνε το στρατό του στην παράκτια Προυσιάδα πόλη, η οποία κατά την αρχαιότητα αποκαλείτο Κίερος και αποτέλεσε το σκηνικό αρκετών ιστοριών, όπως η άφιξη της Αργούς, ο αφανισμός του Ύλα και οι περιπλανήσεις του Ηρακλή σε αναζήτηση του Ύλα. Με την άφιξη του Τριάριου, οι κάτοικοι έδιωξαν τους στρατιώτες του Πόντου και πρόθυμα τον άφησαν να περάσει.

Απ’ εκεί ο Τριάριος συνέχισε προς την Νίκαια, όπου ο Μιθριδάτης είχε τοποθετήσει φύλακες, οι οποίοι όμως, αντιλαμβανόμενοι την θετική προδιάθεση των κατοίκων απέναντι στους Ρωμαίους, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους νύχτα και κατευθύνθηκαν πρός τη Νικομήδεια όπου βρισκόταν ο Μιθριδάτης και κατά συνέπεια οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την πόλη αμαχητί.

Η πόλη της Νίκαιας όφειλε την ονομασία της στη Ναϊάδα, ποτάμια νύμφη, Νίκαια και είχε ιδρυθεί από αυτούς οι οποίοι είχαν πολεμήσει στο πλευρό του Αλεξανδρινού στρατού. Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου εγκαταστάθηκαν εκεί και έχτισαν την πόλη σε ανάμνηση της πατρίδος τους. Η νύμφη Νίκαια, λέγεται ότι ήταν κόρη της Κυβέλης και του Σαγγάριου, ο οποίος διοικούσε την περιοχή. Προτιμώντας την αγνότητα έναντι της συμβίωσης με κάποιον άνδρα, ανάλωσε τη ζωή της κυνηγώντας στα βουνά. Την ερωτεύθηκε ο Διόνυσος, αλλά εκείνη απέκρουσε το πάθος του, προς ικανοποίηση του οποίου και μη μπορώντας ν΄αντέξει την απόρριψη, ο θεός επινόησε κάποιο τέχνασμα.

Γέμισε την πηγή στην οποία η Νίκαια συνήθιζε να ξεδιψά εξαντλημένη από το κυνήγι, με κρασί αντί νερό κι εκείνη δίχως να υποπτευθεί κάτι, ήπιε από το απατηλό υγρό. Μέθη και ύπνος την κατέλαβαν και υπέκυψε στη θέληση του εραστή της, παρά τις αντιρρήσεις της. Από την συνεύρεσή τους προέκυψε ο Σάτυρος και άλλα αγόρια. Οι άνθρωποι που ίδρυσαν την πόλη της Νίκαιας, στην πραγματικότητα κατάγονταν από την Νίκαια που βρίσκεται δίπλα στην Φωκίδα. Είχαν επανειλημμένως πολεμήσει ενάντια στους Φωκαείς, οι οποίοι τελικά τους στέρησαν την πατρίδα, υποτάσσοντας και καταστρέφοντάς την με ιδιαίτερο ζήλο. Έτσι ονομάσθηκε και ιδρύθηκε η Νίκαια, η οποία είχε περάσει τώρα στα χέρια των Ρωμαίων.

[29] Ο Κόττας προχώρησε από την Χαλκηδόνα, όπου είχε ηττηθεί, στη Νικομήδεια, που βρισκόταν ο Μιθριδάτης, προσπαθώντας να επανορθώσει τις προηγούμενες αποτυχίες του. Στρατοπέδευσε σε απόσταση 150 σταδίων από την πόλη, αλλά δίσταζε ν’ αρχίσει τη μάχη. Δίχως να του ζητηθεί, ο Τριάριος έσπευσε να συνδράμει τον Κόττα και όταν ο Μιθριδάτης αποτραβήχτηκε στην πόλη, ο Ρωμαϊκός στρατός προετοιμάστηκε να την πολιορκήσει και από τις δύο πλευρές. Ο βασιλέας ωστόσο, γνώριζε ότι οι ναυτικές δυνάμεις του Πόντου, έχοντας ηττηθεί σε δύο ναυμαχίες με αντίπαλο τον Λούκουλλο, πλησίον της Τενέδου και ανοικτά στο Αιγαίο, θα ήταν αδύνατο ν’ αντισταθούν στους Ρωμαίους και για το λόγο αυτό επιβίβασε τις δυνάμεις του σε πλοία κι έπλευσαν προς το ποτάμι.

Κατά τη διάρκεια καταιγίδας, έχασε κάποιες τριήρεις αλλά κατόρθωσε να φθάσει στον  ποταμό Ύπιο με τα περισσότερα από τα πλοία του. Εκεί ξεχειμώνιασε και προέτρεψε, μέσω πολλών υποσχέσεων και ανταλλαγμάτων, τον Λάμαχο της Ηράκλειας, παληό του φίλο ο οποίος όπως είχε πληροφορηθεί, διατελούσε χρέη κυβερνήτη της πόλης, να φροντίσει την υποδοχή του. Εκείνος ενέδωσε στα παρακάλια του κι οργάνωσε μεγαλοπρεπή εορτασμό έξω από την πόλη χειραγωγώντας τη βούληση των πολιτών με άφθονα ποτά, αφού πρώτα τους είχε πείσει να διατηρήσουν ανοικτές τις εισόδους της πόλης για όσο θα διαρκούσε η γιορτή. Όμως πρωτύτερα είχε κανονίσει τον μυστικό ερχομό του Μιθριδάτη την ίδια μέρα και με αυτό τον τρόπο ο βασιλέας πήρε τα ηνία της πόλης προτού προλάβουν οι Ηρακλεινοί να συνειδητοποιήσουν την άφιξή του.

Την επόμενη μέρα ο Μιθριδάτης συγκέντρωσε το λαό στον οποίο απηύθυνε συμφιλιωτικό λόγο. Τους συμβούλεψε να διατηρήσουν την καλή τους θέληση απέναντί του και τοποθέτησε φρουρά 4.000 ανδρών με φρούραρχο τον Κοννακόρακα, προφασιζόμενος την υπεράσπιση της πόλης και την σωτηρία των κατοίκων από τους φύλακες, σε ενδεχόμενη απόφαση των Ρωμαίων να τους επιτεθούν. Κατόπιν ενεχυρίασε χρήματα στους πολίτες, ιδιαίτερα στους κατέχοντες αξιώματα και απέπλευσε προς τη Σινώπη.

Λούκουλλος, Κόττας και Μάριος, οι στρατηλάτες των Ρωμαίων, κατέφθασαν μαζί στη Νικομήδεια και κίνησαν να εισβάλλουν στον Πόντο. Όταν όμως πληροφορήθηκαν την κατάληψη της Ηράκλειας, δίχως να γνωρίζουν ότι ήταν αποτέλεσμα προδοσίας, αλλά θεωρώντας ότι η πόλη είχε αλλάξει συμμαχικό στρατόπεδο, απεφάνθησαν ότι, ο μεν Λούκουλλος θα έπρεπε να διασχίσει τις περιοχές της ενδοχώρας προς την Καππαδοκία ώστε να επιτεθεί σε ολόκληρη την επικράτεια του Μιθριδάτη, ο δε Κόττας να επιτεθεί στην Ηράκλεια, ενώ ο Τριάριος όφειλε να συγκεντρώσει τις ναυτικές δυνάμεις γύρω απ´τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα, αναμένοντας την επιστροφή των πλοίων που ο Μιθριδάτης είχε αποστείλλει στην Κρήτη και την Ιβηρία.

Μιθριδάτης ΣΤ' & Τιγράνης Β' της Αρμενίας

Μιθριδάτης ΣΤ’ & Τιγράνης Β’ της Αρμενίας

Στο άκουσμα των σχεδίων τους, ο βασιλέας άρχισε τις δικές του προετοιμασίες, στέλνοντας πρεσβείες στους βασιλείς των Σκυθών, στον βασιλέα της Παρθίας και τον γαμπρό του, Τιγράνη, βασιλέα της Αρμενίας. Οι άλλοι δεν του παρείχαν βοήθεια αλλά ο Τιγράνης, έχοντας ήδη αγνοήσει πολλά από τα παρακάλια της κόρης του Μιθριδάτη, ενέδωσε τελικά σε συμμαχία μαζί του.

Ο Μιθριδάτης έστειλε διαφορετικούς στρατηγούς να πολεμήσουν εναντίον του Λούκουλλου, οι οποίοι όταν ενεπλάκησαν στη μάχη, απέφεραν διαφορετικά αποτελέσματα, αλλά στις περισσότερες των περιπτώσεων οι Ρωμαίοι επικράτησαν. Ο βασιλέας αποθαρρύνθηκε, αλλά παρόλα αυτά συγκέντρωσε 40.000 στρατιώτες και 8.000 ιππείς, τους οποίους έστειλε σε ενίσχυση της προϋπάρχουσας δύναμής του,  με τους Διόφαντο και Ταξίλη, επικεφαλής.

Όταν οι αντίπαλοι συναντήθηκαν, αρχικά επιδόθηκαν σε αναγνωριστικούς ακροβολισμούς σχεδόν σε καθημερινή βάση και στη συνέχεια σημειώθηκαν δύο μάχες ιππικού οι νίκες των οποίων μοιράστηκαν κατά σειρά σε Ρωμαίους και Ποντικό στρατό. Με τον πόλεμο να συνεχίζεται, ο Λούκουλλος έστειλε κάποια δύναμη στην Καππαδοκία για ανεφοδιασμό, γεγονός στου οποίου το άκουσμα Ταξίλης και Διόφαντος, συγκρότησαν δύναμη 4.000 στρατιωτών και 2.000 ιππέων με σκοπό να επιτεθούν στο απόσπασμα που θα επέστρεφε λεηλατώντας τις προμήθειες.  Αλλά η επακόλουθη σύγκρουση ανέδειξε την υπεροχή των Ρωμαίων η οποία μάλιστα, κατόπιν ενισχύσεων που είχε αποστείλει ο Λούκουλλος, μετετράπη σε σαρωτική νίκη επί των βαρβάρων. Ο Ρωμαϊκός στρατός τους κατεδίωξε φθάνοντας έως το στρατόπεδο των Διόφαντου και Ταξίλη, όπου ανασυντάχθηκαν για να εξαπολύσουν σφοδρή επίθεση. Ο Ποντικός στρατός άντεξε για λίγο αλλά στη συνέχεια ετράπη σε αιματηρή  άτακτη φυγή με πρώτους τους στρατηλάτες του, οι οποίοι έσπευσαν να ενημερώσουν αυτοπροσώπως τον Μιθριδάτη για την ήττα τους.

[30] Έχοντας υποστεί ολοφάνερη καταστροφή, ο Μιθριδάτης πρόσταξε τη θανάτωση των γυναικών που διέμεναν στο παλάτι και αποφάσισε να δραπετεύσει από τα Κάβειρα, όπου βρισκόταν, χωρίς να το γνωρίζουν οι υφιστάμενοί του.  Ωστόσο ακολουθήθηκε από μερικούς Γαλάτες, οι οποίοι δεν τον είχαν αντιληφθεί και θα είχε συλληφθεί αν αυτοί δεν σταματούσαν για ν’ αρπάξουν το χρυσό και το ασήμι του βασιλέα, που ήταν φορτωμένο στη ράχη κάποιου ζώου.  Ο Μιθριδάτης έφθασε στην Αρμενία μολονότι ο Λούκουλλος έστειλε τον Μάρκο Πομπήιο στο κατόπι του, ενώ ο ίδιος προωθήθηκε στα Κάβειρα με όλο το στράτευμα και περικύκλωσε την πόλη, κατέλαβε τις επάλξεις και εξανάγκασε τους βαρβάρους σε συνθηκολόγηση. Από ΄κει, κατευθύνθηκε στην Αμισό και προσπάθησε να πείσει τους κατοίκους να συνταχθούν με τους όρους των Ρωμαίων, αλλά όταν εκείνοι αρνήθηκαν, έφυγε μακρυά σε πολιορκία της Ευπατορίας.

Εκεί προσποιήθηκε ότι δρούσε επιπόλαια, με σκοπό να προκαλέσει την ίδια αντίδραση από τους πολιορκούμενους και στη συνέχεια να τους αιφνιδιάσει επιτιθέμενος ξαφνικά. Το στρατήγημά του ευοδώθηκε και η πόλη έπεσε, όταν ο Λούκουλλος πρόσταξε τους στρατιώτες του ν’ ανέβουν με σκάλες στα τείχη ενώ οι αμυνόμενοι δεν περίμεναν ανάλογη επίθεση. Έτσι κατελήφθη η Ευπατορία η οποία στη συνέχεια καταστράφηκε. Την τύχη της είχε λίγο αργότερα και με παραπλήσιο τρόπο, η Αμισός. Πολλοί από τους κατοίκους της σφαγιάσθηκαν άμεσα, πριν ο Λούκουλλος θέσει τέρμα στους σκοτωμούς και αποκαταστήσει τους εναπομείναντες πολίτες στην περιοχή τους, επιδεικνύοντας την ευαισθησία του.

[31] Ο Μιθριδάτης διέμενε στην περιοχή του γαμπρού του, Τιγράνη, ο οποίος είχε αρνηθεί να τον συναντήσει αλλά ωστόσο πέραν της φιλοξενίας, του είχε παραχωρήσει έναν σωματοφύλακα. Ο Λούκουλλος έστειλε τον Άππιο Κλαύδιο ως πρεσβευτή του πρός τον Τιγράνη να ζητήσει την παράδοση του Μιθριδάτη, αλλά ο εκείνος αρνήθηκε υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια πράξη, η προδοσία του πατέρα της συζύγου του, θα επέσυρε την παγκόσμια κατακραυγή και ως εκ τούτου, σεβάστηκε τους συγγενικούς δεσμούς του με τον Μιθριδάτη αν και γνώριζε τον μοχθηρό χαρακτήρα του. Ο Τιγράνης απηύθυνε επιστολή προς τον Λούκουλλο, εκθέτοντας τα παραπάνω, αλλά το μόνο που ενόχλησε τον Ρωμαίο ήταν ότι δεν τον προσφωνούσε “στρατηγό” σε ανταπόδοση της δικής του άρνησης να αποκαλέσει τον Τιγράνη, “Βασιλέα των Βασιλέων”.

[32] Η ιστορία συνεχίζεται με τον Κόττα να κατευθύνει τον Ρωμαϊκό στρατό ενάντια στην Ηράκλεια, περνώντας πρώτα από την Προυσιάδα. Στο παρελθόν η πόλη ονομαζόταν Κίερος, βαπτισμένη στο όνομα του παράπλευρου ποταμού, αλλά ο βασιλέας της Βιθυνίας την μετονόμασε αυτοβούλως όταν την απέσπασε από την κυριαρχία των Ηρακλεινών.

Απ’ εκεί, προχώρησε προς την Εύξεινο θάλασσα και μέσω της ακτής στρατοπέδευσε πλάι στο υψηλότερο σημείο των τειχών. Η φυσική οχύρωση της πόλης παρείχε αυτοπεποίθηση στους Ηρακλεινούς, οι οποίοι αντεπιτέθηκαν στον Κόττα με την φρουρά των τειχών, επιφέροντας αρκετά μεγάλο πλήγμα στον Ρωμαϊκό στρατό, ενώ αυτοί υπέστησαν αρκετές καταστροφές από ρίψεις εκηβόλων όπλων. Εν τούτοις ο Κόττας απομάκρυνε τα στρατεύματα από τα τείχη και στρατοπέδευσε σε μικρή απόσταση, στρέφοντας το ενδιαφέρον του στον αποκλεισμό της πόλης. Όταν οι κάτοικοι ήρθαν αντιμέτωποι με βασικές ελλείψεις, ζήτησαν από τις αποικίες τους ανταλλαγή χρημάτων με τρόφιμα, το οποίο έγινε άμεσα δεκτό.

[33] Λίγο νωρίτερα ο Τριάριος είχε φύγει από τη Νικομήδεια με τον Ρωμαϊκό στόλο για ν’ αντιμετωπίσει τις Ποντικές τριήρεις, οι οποίες, όπως έχει ήδη ειπωθεί, είχαν αποπλεύσει με προορισμό την Κρήτη και την Ιβηρία. Είχε πληροφορηθεί ότι επέστρεφαν στον Πόντο μετά από πολλές απώλειες που υπέστησαν σε μάχες και λόγω καιρικών συνθηκών. Ανέκοψε την πορεία τους και εξαπέλυσε επίθεση πλησίον της Τενέδου, με δύναμη 70 τριήρεων την ώρα που ο Ποντικός στόλος αριθμούσε ελάχιστα λιγότερες από ογδόντα. Αρχικά τα πλοία του βασιλέα προέβαλαν κάποια αντίσταση, η οποία όμως πολύ σύντομα κάμφθηκε ολοκληρωτικά και οι Ρωμαίοι πέτυχαν καθοριστική νίκη. Έτσι, ο στόλος που είχε είχε συνοδεύσει τον Μιθριδάτη πρός την Ασία, καταστράφηκε.

[34] Ο Κόττας, στρατοπεδευμένος κοντά στην Ηράκλεια, δεν επετέθη στην πόλη με πλήρη δύναμη, αλλά στέλνοντας αποσπάσματα τα οποία απάρτιζαν Ρωμαίοι και σε αρκετές περιπτώσεις Βιθυνοί. Όμως με αυτό τον τρόπο, πολλοί από τους άνδρες του είτε τραυματίζονταν είτε θανατώνονταν με αποτέλεσμα να στραφεί στην κατασκευή διάφορων πολιορκητικών μηχανών, συμπεριλαμβανομένης της χελώνας, γεγονός που μάλλον θορύβησε τους υπερασπιστές της πόλης. Με την ολοκλήρωση τους, τα οδήγησε μπροστά με όλες τις δυνάμεις του, εναντίον ενός συγκεκριμένου πύργου που έμοιαζε πιο ευάλωτος. Ωστόσο, μετά από ένα ή δύο χτυπήματα, όχι μόνο παρέμεινε ορθός αλλά έσπασε και η κεφαλή του πολιορκητικού κριού. Το συμβάν ανύψωσε το ηθικό των Ηρακλεινών αλλά καταρράκωσε τον Κόττα ο οποίος αμφέβαλλε για το αν θα μπορούσε ποτέ να κυριεύσει την πόλη.

Την επόμενη μέρα ο Κόττας επανέφερε στο πεδίο της μάχης την πολιορκητική μηχανή, αλλά χωρίς επιτυχία κι έτσι την έριξε στην πυρά, αποκεφαλίζοντας συνάμα τους άνδρες που την είχαν κατασκευάσει. Κατόπιν άφησε φρουρά στα τείχη της πόλης κι εγκατέλειψε το στρατόπεδο μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες, κινούμενος πρός την πεδιάδα που επονομαζόταν Λυκαία, η οποία θα του παρείχε αφθονία προμηθειών. Από ᾽κει λεηλάτησε ολάκερη την επικράτεια της Ηράκλειας, επιφέροντας μεγάλη κακουχία στους κατοίκους. Εκείνοι, έστειλαν εκ νέου πρεσβεία, αιτούμενοι βοήθεια από τους κατοίκους της Σκυθικής Χερσονήσου, της Θεοδοσίας και των βασιλέων του Βοσπόρου, αλλά η αποστολή επέστρεψε άπρακτη.

Οι πολίτες υπέφεραν από κακομεταχείριση στο εσωτερικό της πόλης, εξίσου με τις εχθρικές επιθέσεις εκτός των τειχών, επειδή η φρουρά δεν ήταν ικανοποιημένη με την ίδια ποσότητα τροφίμων που επιβίωνε ο λαός και εξανάγκαζε τους κατοίκους, να προσφέρουν ακόμη και αυτά που μετά δυσκολίας εξασφάλιζαν για τους εαυτούς τους. Ο Κοννακόραξ δε, ο φρούραρχος, ενεθάρρυνε τις βιαιοπραγίες τους, αντί να τις χαλιναγωγήσει.

Έχοντας διαγουμίσει την ύπαιθρο, ο Κόττας επετέθη εκ νέου στα τείχη, αλλά διεπίστωσε ότι οι στρατιώτες ήταν απρόθυμοι να εφαρμόσουν την πολιορκία κι έτσι τους απομάκρυνε και πάλι από τα τείχη, ζητώντας από τον Τριάριο, να σπεύσει με τις τριήρεις του να εμποδίσει τον θαλάσσιο ανεφοδιασμό της πόλης. Εκείνος, ενίσχυσε τον στόλο του με 20 πλοία από τους Ροδίους και με σύνολο 43 τριήρεων απέπλευσε προς την Εύξεινο θάλασσα, ενημερώνοντας τον Κόττα για την ημέρομηνία που θα έφθανε. Την ίδια ημέρα που η μοίρα των πλοίων του Τριάριου εμφανίστηκε, ο Κόττας επανέφερε τους στρατιώτες του στα τείχη.

Οι Ηρακλεινοί  αναστατώθηκαν από την αιφνιδιαστική άφιξη του στόλου. Έριξαν στη θάλασσα μόνο τριάντα από τα πλοία τους, ακόμη κι αυτά όχι πλήρως επανδρωμένα, ενώ οι υπόλοιποι στράφηκαν στην υπεράσπιση της πόλης.  Πρώτοι επετέθησαν στα πλοία των Ηρακλεινών οι Ρόδιοι, τους οποίους οι φήμες ήθελαν να είναι γενναιότεροι και πλέον πεπειραμένοι ναυτικοί, σε σχέση με τους υπόλοιπους της μοίρας του Τριάριου. Τρία από τα σκάφη τους καθώς και πέντε των Ηρακλεινών, βυθίστηκαν αμέσως. Τότε ενεπλάκησαν και τα Ρωμαϊκά. Αμφότερες οι πλευρές υπέστησαν βαρειές απώλειες, αλλά οι Ρωμαίοι ήταν αυτοί που προκάλεσαν τις μεγαλύτερες ζημιές στους αντιπάλους τους. Τελικά τα πλοία των Ηρακλεινών κατατροπώθηκαν και εκδιώχθηκαν προς την πόλη, όπου βρήκαν καταφύγιο στο μεγάλο λιμάνι, δεκατέσσερα λιγότερα αφότου απέπλευσαν.

Ο Κόττας έσφιξε τον κλοιό γύρω από τα τείχη. Τα πλοία του Τριάριου κατέλαβαν την είσοδο του λιμανιού αμφίπλευρα, ώστε να εμποδιστεί ο ανεφοδιασμός της πόλης η οποία επλήγη από τέτοιας έκτασης λιμό, κατά τον οποίο ένας χοίνικας σταριού επωλείτο αντί 80 αττικών δραχμών [χοῖνιξ (choinix): αρχαίο ελληνικό μέτρο χωρητικότητας, κυρίως σιτηρών και ξηρών καρπών, ίσο με το 1/48 του μεδίμνου (5.5lt). Μία «χοίνιξ σίτου» ήταν το καθημερινό συσσίτιο ενός ανθρώπου ή το στρατιωτικό σιτηρέσιο]. Επικορωνίδα στα δεινά του λιμού, ετέθη ο λοιμός που ξέσπασε στην πόλη εξαιτίας της αλλαγής των ανέμων ή της κακής διατροφής. Τα θύματά του υπέφεραν με πολλούς και διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα ο ιδιαίτερα αργός και οδυνηρός θάνατος που υπέμεινε ο Λάμαχος. Η φρουρά επλήγη περισσότερο από τους υπόλοιπους, αφού χάθηκαν χίλιες ζωές σε σύνολο τριών χιλιάδων, η φθορά της δε, ήταν έκδηλη στους Ρωμαίους.

[35] Ο Κοννακόραξ συγκλονισμένος από τις καταστροφές αποφάσισε να προδώσει την πόλη στους Ρωμαίους, ανταλλάσσοντας τη δική του ασφάλεια με τον αφανισμό των Ηρακλεινών. Στο εγχείρημά του εντάχθηκε ο Ηρακλεινός Δαμωφέλης, αφοσιωμένος οπαδός της προαιρέσεως του Λαμάχου, μετά τον θάνατο του οποίου είχε επιλεγεί να λάβει το αξίωμα του φρουράρχου.  Ο Κοννακόραξ δεν προσέγγισε τον Κόττα, θεωρώντας τον καταπιεστικό και αναξιόπιστο, αλλά έκανε κάποια διευθέτηση με τον Τριάριο, την οποία εύκολα απεδέχθη ο Δαμωφέλης. Αφού συμφώνησαν τους όρους, οι οποίοι ήλπιζαν ότι θα τους εξασφάλιζαν την ακεραιότητά τους, προετοιμάστηκαν να προδώσουν την πόλη.

Ανατολικά εδάφη κατά την περίοδο ακμής του Πόντου

Ανατολικά εδάφη κατά την περίοδο ακμής του Πόντου & Αρμενίας 189 – 63 π.Χ

Εξαιτίας της επιπολαιότητος  που επέδειξαν, τα σχέδια των προδοτών έγιναν γνωστά στους κατοίκους οι οποίοι τάχιστα συσπειρώθηκαν και εγκάλεσαν τον αρχηγό της φρουράς. Ο Βριθαγόρας, ένας από τους επικεφαλής των πολιτών, πήγε να συναντήσει τον Κοννακόρακα.  Εξέθεσε ενώπιόν του την κατάσταση στην Ηράκλεια, εκλιπαρώντας τον να διαπραγματευθεί με τον Τριάριο για το καλό όλων. Στον θρήνο με το οποίο ο Βριθαγόρας είχε παρουσιάσει τα γεγονότα, ο Κοννακόρακας αντιτάχθηκε, αρνούμενος τέτοιου είδους συμφωνία και  προσποιούμενος ότι είχε αναλάβει το βάρος της ευθύνης ως διεκπεραιωτής της ελευθερίας τους, για την οποία έτρεφε μεγάλες προσδοκίες. Είπε επίσης ότι, είχε πληροφορηθεί γραπτώς την φιλοξενία που επέδειξε ο Τιγράνης στον πεθερό του, Μιθριδάτη και ότι ήλπιζε να καταφθάσει σύντομα επαρκής βοήθεια από εκεί. Φυσικά, όλα αυτά ήταν επινοήματα του Κοννακόρακος, αλλά οι Ηρακλεινοί είχαν πειστεί από τα λεγόμενά του σαν να επρόκειτο για αλήθειες, καθώς οι άνθρωποι επιλέγουν να πιστέψουν ότι στην πραγματικότητα εύχονται.

ἀεὶ γὰρ αἱρετὸν τὸ ἐράσμιον – Μέμνων 35.3

Ο Κοννακόρακας, αντιλαμβανόμενος ότι τους είχε πείσει με επιτυχία, επιβίβασε τον στρατό στις τριήρεις, με την μυστικότητα που του παρείχε το σκοτάδι της νύχτας και απέπλευσε, καθώς η συμφωνία του με τον Τριάριο προέβλεπε την αλώβητη φυγή των ανδρών του, μαζί με όποια λεία είχαν αποκτήσει. Στην συνέχεια ο Δαμωφέλης, άνοιξε τις πύλες του τείχους και ο Τριάριος με τον Ρωμαϊκό στρατό, είτε μέσω αυτών, είτε σκαρφαλώνοντας στα τείχη, ξεχύθηκαν στην πόλη. Τότε μόνο οι Ηρακλεινοί κατάλαβαν ότι είχαν προδοθεί. Μερικοί από αυτούς παραδόθηκαν και άλλοι θανατώθηκαν. Τιμαλφή και όλα τα κεκτημένα τους λεηλατήθηκαν, ενώ οι ίδιοι εκτέθηκαν σε κάθε είδους βιαιοπραγία με τους Ρωμαίους να προβαίνουν σε αντίποινα για τις απώλειες που είχαν υποστεί στη ναυμαχία και τις κακουχίες κατά την διάρκεια της πολιορκίας. Από το μένος των Ρωμαίων δεν γλίτωσαν ούτε αυτοί που είχαν καταφύγει στα ιερά, οι οποίοι στην κυριολεξία κρεμασμένοι από εικόνες και αγάλματα, κατακρεουργήθηκαν ανηλεώς.

Εντούτοις, αρκετοί Ηρακλεινοί, φοβούμενοι τον επικείμενο θάνατο, απέδρασαν από τα τείχη της πόλης και διασκορπίστηκαν στην ύπαιθρο, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν στον Κόττα. Από αυτούς πληροφορήθηκε ο Κόττας την κατάληψη, τις σφαγές και τις λεηλασίες που συνέβησαν στην Ηράκλεια. Κατελήφθη από θυμό κι έσπευσε στην πόλη. Ο στρατός του ήταν επίσης εξαγριωμένος όχι μόνο επειδή του απέσπασαν ένδοξη νίκη, αλλά και εξαιτίας της λεηλασίας που απέφερε τον πλούτο της πόλης στην κατοχή άλλων στρατιωτών. Θα είχαν επιτεθεί στους ομόσταυλούς τους και τα δύο στρατεύματα θα αλληλοσκοτώνονταν, αν ο Τριάριος δεν είχε αντιληφθεί έγκαιρα τις προθέσεις τους. Απευθύνοντας τους αρκετές συμφιλιωτικές ομιλίες, υποσχέθηκε ότι τα λάφυρα θα τα μοιράζονταν όλοι μεταξύ τους, απομακρύνοντας τον κίνδυνο μιας εμφύλιας διαμάχης.

Όταν όμως έμαθαν ότι ο Κοννακόρακας είχε καταλάβει την Τίο και την Άμαστρις, ο Κόττας έστειλε αμέσως τον Τριάριο να ανακτήσει την κυριαρχία των πόλεων. Εν τω μεταξύ ο Κόττας συγκέντρωσε όλους όσοι είχαν παραδοθεί σ’ αυτόν μαζί με  τους αιχμαλώτους πολέμου, επιδεικνύοντας αξεπέραστη βαρβαρότητα. Σε αναζήτηση θησαυρών, όχι μόνο κατέστρεψε τους ναούς, αλλά άρπαξε πολλά αγάλματα και εικόνες. Απομάκρυνε το άγαλμα του Ηρακλή από την αγορά, μαζί με παρελκόμενα από το βάθρο σε σχήμα πυραμίδας, το οποίο σε αξία, μέγεθος, αρμονία, κομψότητα και τέχνη, δεν υπολειπόταν των πιο φημισμένων έργων. Περιελάμβανε ρόπαλο λαξευμένο σε ατόφιο χρυσό, το οποίο έφερε εγχάρακτη ευμεγέθη λεοντή, φαρέτρα από το ίδιο υλικό γεμάτη βέλη κι ένα τόξο. Φόρτωσε στα πλοία του πολλά άλλα αξιοθαύμαστα αναθήματα που άρπαξε από τα ιερά και την πόλη, την πυρπόληση της οποίας ανέθεσε στους στρατιώτες του έχοντας ολοκληρώσει την λεηλάτησή της και αυτοί κατέκαψαν πολλά μέρη της. Είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε που πολιορκήθηκε.

[36] Ο Τριάριος, φθάνοντας στις πόλεις που είχε προορισμό, επέτρεψε στον Κοννακόρακα, ο οποίος προσπαθούσε να καλύψει την προδοσία της Ηράκλειας με την εκμετάλλευση άλλων πόλεων, να παραδοθεί αλώβητος και τις πήρε στην κατοχή του χωρίς αντίσταση. Ο Κόττας αφού έπραξε όσα περιγράφηκαν παραπάνω, απέστειλλε πεζικό και ιππικό στον Λούκουλλο, απέπεμψε τους συμμάχους στις πατρίδες τους και κίνησε για την πατρίδα του με τον στόλο. Κάποια από τα πλοία που μετέφεραν τους θησαυρούς της Ηράκλειας βυθίστηκαν από το βάρος τους, όχι πολύ μακρυά από την πόλη και άλλα παρασύρθηκαν στα τενάγη από δυνατούς βόρειους ανέμους, έτσι ώστε το περισσότερο φορτίο τους χάθηκε.

[37] Ο Λεόνιππος, τον οποίο ο Μιθριδάτης είχε διορίσει κυβερνήτη της Σινώπης μαζί με τον Κλεοχάρη, έσβησαν κάθε ελπίδα αντίστασης στέλνοντας μήνυμα στον Λούκουλλο, με το οποίο υπόσχονταν να προδώσουν την πόλη. Ο Κλεοχάρης και ο Σέλευκος, άλλος ένας στρατηγός του Μιθριδάτη ισάξιος με τους άλλους δύο, έμαθαν τα σχέδια του Λεονίππου και τον κατήγγειλαν στην λαϊκή συνέλευση, αλλά δεν έγιναν πιστευτοί, επειδή έμοιαζε έντιμος για τους πολίτες.  Ωστόσο ο Κλεοχάρης με τους βοηθούς του, ανήσυχοι από την εύνοια που επέδειξαν οι κάτοικοι προς τον Λεόνιππο, του έστησαν ενέδρα και τον σκότωσαν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το γεγονός ενόχλησε το λαό, αλλά ο Κλεοχάρης με τους συνεργούς του ανέλαβαν τη διακυβέρνηση με τυραννικό τρόπο, ελπίζοντας ν´αποφύγουν την τιμωρία για τη δολοφονία του Λεονίππου.

Εν τω μεταξύ ο Κενσωρίνος, ο Ρωμαίος ναύαρχος επικεφαλής των 15 τριήρεων που μετέφεραν καλαμπόκι από τον Βόσπορο στο Ρωμαϊκό στρατό, σταμάτησε κοντά στη Σινώπη. Ο Κλεοχάρης, ο Σέλευκος και οι συνοδοί τους απέπλευσαν εναντίον του, με τις τριήρεις της Σινώπης.  Στην ναυμαχία που ακολούθησε, με  διοικητή τον Κλεοχάρη, νίκησαν τους Ιταλούς και άρπαξαν τα μεταφορικά πλοία για δική τους χρήση.  Ο Κλεοχάρης και οι υπόλοιποι, αναθάρρησαν με την επιτυχία αυτή και απόγιναν ακόμη πιο τυραννικοί στη διακυβέρνηση της πόλης. Δολοφονούσαν τους πολίτες αδιακρίτως και βιαιοπραγούσαν με κάθε τρόπο.

Λίγο αργότερα, ξέσπασε διαμάχη μεταξύ του Κλεοχάρη και του Σελεύκου. Ο Κλεοχάρης επέμενε να συνεχίσει τον πόλεμο, αλλά ο Σέλευκος ήθελε να σφαγιάσει όλους τους κατοίκους της Σινώπης και να παραδώσει την πόλη στους Ρωμαίους έναντι μεγάλης αμοιβής. Καθώς καμία από τις απόψεις δεν επικράτησε, φόρτωσαν κρυφά τα υπάρχοντά τους σε πλοία και τα έστειλαν στον Μαχάρη, γιό του Μιθριδάτη, ο οποίος εκείνη την περίοδο διέμενε στα περίχωρα της Κολχίδος.

Εν τω μεταξύ ο Λούκουλλος, ύπατος των Ρωμαίων, κατέφθασε στη Σινώπη και πολιόρκησε δυναμικά την πόλη. Ο Μαχάρης έστειλε πρεσβεία στον Λούκουλλο αιτούμενος την φιλία και την συμμαχία του. Εκείνος συμφώνησε αμέσως, λέγοντας ότι θα θεωρούσε τη συμμαχία επιβεβαιωμένη, εφόσον ο Μαχάρης δεν έστελνε εφόδια και τρόφιμα στους κατοίκους της Σινώπης. Ο Μαχάρης όχι μόνο συμμορφώθηκε με τον όρο αυτό, αλλά του απέστειλλε επιπροσθέτως, τα εφόδια που προορίζονταν για τις δυνάμεις του Μιθριδάτη.

Μαθαίνοντας την κίνηση αυτή, ο Κλεοχάρης και οι συνεργάτες του, έχασαν κάθε τους ελπίδα. Φόρτωσαν νύχτα στα καράβια τους μεγάλη ποσότητα λαφύρων ενώ παράλληλα επέτρεψαν στους στρατιώτες τους να λεηλατήσουν την πόλη. Αφού πυρπόλησαν τα πλοία που δεν χρειάζονταν, απέπλευσαν προς τα ενδότερα της Ευξείνου θάλασσας, την περιοχή των Σανήγων και των Λαζών.

Με τις φλόγες να ξεπροβάλλουν από τα τείχη της πόλης ο Λούκουλλος αντελήφθει την κατάσταση και πρόσταξε τους στρατιώτες του να υψώσουν σκάλες στα τείχη. Έτσι κι έγινε, οι στρατιώτες ανέβηκαν στις επάλξεις και άρχισε μια σφαγή (πολιτών) διόλου ευκαταφρόνητη. Όμως ο Λούκουλλος τους λυπήθηκε κι έδωσε τέλος στη μάχη. Έτσι κάμφθηκε η αντίσταση της Σινώπης. Η Αμάσεια είχε προσωρινά διαφύγει τον κίνδυνο, αλλά λίγο αργότερα περιήλθε κι αυτή στους Ρωμαίους.

[38] Ο Μιθριδάτης είχε μείνει στην περιοχή της Αρμενίας για ένα χρόνο και οκτώ μήνες δίχως να έχει παρουσιασθεί μπροστά στον Τιγράνη, ο οποίος είχε αρχίσει να νοιώθει την υποχρέωση να του δώσει βήμα. Έτσι, οργάνωσε βασιλική υποδοχή και τον συνάντησε κατά τη διάρκεια υπέροχης παρέλασης προς τιμήν του. Τρείς ημέρες μυστικών συνομιλιών, ακολουθήθηκαν από παράθεση μεγαλοπρεπούς συμποσίου, στο τέλος του οποίου και συνοδεία 10.000 ιππέων, τον έστειλε πίσω στον Πόντο.

Προωθούμενος στην Καππαδοκία, της οποίας ο διοικητής Αριοβαρζάνης ήταν σύμμαχός του, ο Λούκουλλος διέπλευσε απρόσμενα τον Ευφράτη και έφερε τον στρατό του στην πόλη, για την οποία είχε ακούσει ότι, ο Τιγράνης διατηρούσε εκεί τις παλλακίδες του και πολλά τιμαλφή που είχε στην κατοχή του. Έστειλε συνάμα, απόσπασμα των δυνάμεών του να πολιορκήσει την Τιγρανόκερτα και άλλο τμήμα να επιτεθεί σε διάφορες σημαντικές εγκαταστάσεις. Βλέποντας ο Τιγράνης αρκετά μέρη της Αρμενίας να βρίσκονται σε πολιορκία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ανακάλεσε τον Μιθριδάτη κι έστειλε στρατό στην πόλη που διέμεναν οι παλλακίδες του.

Όταν ο στρατός έφθασε στην πόλη, οι τοξότες του εμπόδισαν τους Ρωμαίους να φύγουν από το στρατόπεδό τους κι έδιωξαν μακριά τις γυναίκες και τα πλέον πολύτιμα των υπαρχόντων κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το ξημέρωμα όμως, Ρωμαίοι και Θράκες επετέθησαν γενναία και μια ευρείας κλίμακος σφαγή Αρμενίων έλαβε χώρα. Ο αριθμός των αιχμαλώτων δεν ήταν λιγότερος αυτού των νεκρών, αλλά η πομπή που είχαν στείλει μπροστά, έφθασε με ασφάλεια στον Τιγράνη. Αυτός συγκέντρωσε στρατό 80.000 ανδρών και κινήθηκε πρός τα Τιγρανόκερτα, με σκοπό να άρει την πολιορκία και να διώξει τον εχθρό. Φθάνοντας εκεί και βλέποντας πόσο μικρό ήταν το στρατόπεδο των Ρωμαίων αναφώνησε με ικανοποίηση: “αν ήρθαν ως διπλωμάτες είναι πάρα πολλοί, αν όμως ήρθαν να πολεμήσουν είναι πολύ λίγοι” και ακολούθως στρατοπέδευσε δίπλα τους.

Ο Λούκουλλος παρέταξε το στράτευμα για μάχη προσεκτικά και επιδέξια, απευθύνοντας πρός τους στρατιώτες ενθαρρυντικούς λόγους. Εφόρμησε τάχιστα και κατετρόπωσε την δεξιά πτέρυγα του εχθρού, τρέποντας σε φυγή το παράπλευρο τμήμα της και διαδοχικά ακολούθησαν όλες οι δυνάμεις. Φοβερός και διαρκής πανικός κατέλαβε τους Αρμενίους, που είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα την καταστροφή του στρατού τους. Ο Τιγράνης παρέδωσε το διάδημα και τα εμβλήματα δύναμης στο γιό του κι έσπευσε προς ένα από τα οχυρά. Ο Λούκουλλος επέστρεψε στην Τιγρανόκερτα εντείνοντας την πολιορκία, μέχρι που οι στρατηγοί του Μιθριδάτη απελπίστηκαν και παρέδωσαν την πόλη σε αυτόν με αντάλλαγμα την δική τους ασφάλεια.

Φραάτης Α'

Φραάτης Α’

Ωστόσο ο Μιθριδάτης πήγε στον Τιγράνη, αποκατέστησε το ηθικό του και τον περιέβαλλε με βασιλικά ενδύματα, όχι λιγότερο μεγαλοπρεπή από πριν. Εξακολουθώντας να διατηρεί υπολογίσιμη δύναμη, ο Μιθριδάτης τον ενεθάρρυνε να συγκροτήσει εκ νέου στράτευμα  και να προσπαθήσει άλλη μια φορά για τη νίκη. Τότε ο Τιγράνης του ανέθεσε το γενικό πρόσταγμα, εμπιστευόμενος την καταγωγή και εξυπνάδα του, επειδή φαινόταν πιο ικανός να διαχειριστεί τον πόλεμο ενάντια τους Ρωμαίους. Έστειλε πρεσβεία στον βασιλέα των Πάρθων, Φραάτη, με πρόθεση να του δωρίσει τις περιοχές της Μεσοποταμίας, Αδιαβηνής και Μεγάλης Αυλώνος. Την ίδια ώρα αποστολή από τον Λούκουλλο ήλθε σε επαφή με αυτή των Πάρθων, η οποία ισχυρίστηκε με μυστικότητα στους Ρωμαίους ότι οι Πάρθοι ήταν στο δικό τους πλευρό ως φίλοι και σύμμαχοι. Το αυτό έπραξαν και με τους Αρμενίους, με την ίδια μυστικότητα.

[39] Όταν ο Κόττας έφθασε στη Ρώμη, τιμήθηκε από τη Σύγκλητο με τον τίτλο του Ποντικού Αυτοκράτορος, επειδή είχε καταλύσει την Ηράκλεια. Αλλά εκ των υστέρων, διεδόθη η κατηγορία ότι είχε καταστρέψει την μεγαλοπρεπή πόλη κυρίως για δικό του όφελος, ενώ παράλληλα, ο τεράστιος πλούτος του είχε προκαλέσει εχθρότητα, με αποτέλεσμα να καταντήσει αντικείμενο δημόσιου μίσους. Στην προσπάθειά του να αποφύγει την ζήλεια που προκαλούσε ο θησαυρός του, διέθεσε μεγάλο μέρος των λαφύρων στο ταμείο της πόλης, αλλά η πράξη του δεν κατάφερε να κατευνάσει τους άλλους που υπέθεταν ότι είχε εκχωρήσει ελάχιστα σε σχέση με αυτά που κράτησε για τον εαυτό του.

Άμεσα εξέδωσαν ψήφισμα υπέρ της αποφυλάκισης των κρατουμένων της Ηράκλειας. Ο Θρασυμήδης, ένας εξ’ αυτών, κατηγόρησε τον Κόττα στο συμβούλιο. Περιέγραψε την καλή θέληση της πόλης πρός τους Ρωμαίους και είπε ότι αν είχαν πράξει ενάντια σε αυτή, δεν οφειλόταν στην κοινή επιθυμία των πολιτών, αλλά είτε επειδή εξαπατήθηκαν από τους διορισμένους άρχοντες είτε επειδή εξαναγκάστηκαν από τους εχθρούς που τους επιτίθονταν. Παραπονέθηκε για την ερήμωση που είχε προκαλέσει η πυρπόληση της Ηράκλειας και για τις θηριωδίες που διέπραξε ο Κόττας με την έλευση του στην πόλη, όπως μεταξύ άλλων ήταν η αρπαγή των αγαλμάτων ως λάφυρα πολέμου και η  λεηλασία των ιερών. Ο Θρασυμήδης περιέγραψε επίσης την τεράστια ποσότητα χρυσού και άργυρου που κατείχε η πόλη, όπως και τους άλλους θησαυρούς της Ηράκλειας, τους οποίους ο Κόττας υφάρπαξε.

Οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι συγκινήθηκαν από αυτά που έλεγε ο Θρασυμήδης εν μέσω θρήνου και δακρύων, ενώ πλήθος κρατουμένων στεκόταν γύρω του, άντρες, γυναίκες με τα παιδιά τους, πένθιμα ντυμένοι και θλιμμένοι, ικετεύοντας με κλαδιά ελιάς στα χέρια τους.

Σε απάντηση, ο Κόττας μίλησε για λίγο στη γλώσσα του και κάθισε κάτω. Ο Κάρβων σηκώθηκε και αναφώνησε: Κόττα, είχες εντολή να καταλάβεις την πόλη, όχι να την καταστρέψεις και στην συνέχεια οι ομιλητές διαδέχονταν ο ένας τον άλλον κατηγορώντας τον Κόττα με παρόμοιο τρόπο. Εντούτοις πολλοί απ’ αυτούς θεωρούσαν ότι έπρεπε να εξορισθεί αλλά τουναντίον του επεβλήθη η ελάχιστη των ποινών που ήταν η αποπομπή του από την Σύγκλητο.  Αποκατέστησαν την θαλάσσια και χερσαία περιοχή των Ηρακλεινών, όπως και τα λιμάνια τους, ψηφίζοντας δε, ότι ουδείς Ηρακλεινός, μπορούσε να γίνει σκλάβος.

[40] Αφού τα κατάφεραν έτσι, ο Θρασυμήδης έστειλε σχεδόν όλους τους Ηρακλεινούς πίσω στην πατρίδα, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στη Ρώμη, μαζί με τον Βριθαγόρα και τον Πρόπυλο (γιό του Βριθαγόρα) προκειμένου να παραστεί σε άλλα επείγοντα ζητήματα. Αρκετά χρόνια αργότερα, επέστρεψε στην Ηράκλεια με τρία πλοιάρια. Με τον ερχομό του, προσπάθησε με κάθε τρόπο να εποικίσει εκ νέου και να αναζωογονήσει την πόλη, αλλά παρά τον κόπο του, έφερε μόλις 8.000 εποίκους συμπεριλαμβανομένων των μελών της οικογένειάς του. Καθώς οι συνθήκες διαβίωσης στην πόλη βελτιώνονταν, ο Βριθαγόρας άρχισε να ελπίζει σε ανάκτηση της ελευθερίας των πολιτών.

Ιούλιος Καίσαρ

Ιούλιος Καίσαρ

Πέρασαν πολλά χρόνια και η διακυβέρνηση των Ρωμαίων περιήλθε στον Ιούλιο Καίσαρα. Ο Βριθαγόρας απέστειλε πρεσβεία προς αυτόν και ανέπτυξε φιλικές σχέσεις μαζί του, αλλά δεν κατόρθωσε αμέσως να κερδίσει την ελευθερία της πόλης, επειδή ο Καίσαρας δεν διέμενε στην Ρώμη αλλά απουσίαζε σε διάφορες αποστολές.

Ωστόσο ο Βριθαγόρας δεν παραιτήθηκε αλλά μαζί με τον Πρόπυλο, ακολούθησαν τον Καίσαρα σε όλο τον κόσμο, θεωρώντας την παρουσία του δίπλα στη δική τους, ένδειξη αποδοχής του αιτήματός τους. Μετά από δώδεκα χρόνια στην συνοδεία του και καθώς ο Καίσαρας σχεδίαζε να επιστρέψει στην Ρώμη, ο Βριθαγόρας πέθανε καταβεβλημένος από τα γεράματα και την ατελέσφορη προσμονή. Ο θάνατός του, βύθισε την πατρίδα του στο πένθος.

Πηγή

http://attalus.org/


Περί Αλαστόρων Τελχίνων (*)

$
0
0
Ο Διαγόρας μεταφέρεται στο στάδιο από τους γιούς του.-wikipedia

Ο Διαγόρας μεταφέρεται στο στάδιο από τους γιούς του.-wikipedia

γράφει ο Περικλής Δημ. Λιβάς

(*) χαρακτηρισμός από το έργο του Ιωάννου Τζέτζου «Χιλιάδες,
Περί Βασκάνων Εριννύων και Αλαστόρων Τελχίνων«.

Τα ίχνη του μύθου οδηγούν στην ανάδυση της Ρόδου από τα βάθη της θάλασσας του Αιγαίου, όπως με μοναδικό τρόπο περιγράφει ο Πίνδαρος στον Έβδομο Ολυμπιόνικο «Διαγόρα Ροδίω Πύκτη» ύμνο πρός τον Ρόδιο Διαγόρα, τον περιώνυμο πύκτη (πυγμάχο) για την νίκη του στην Ολυμπιάδα του 464 π.Χ.

[ακολουθεί σχετικό απόσπασμα σε μετάφραση της κ. Τ. Καραγεωργίου]

“…Ἱστοροῦν οἱ παλιοί τῶν ανθρώπων οἱ μῦθοι,

πώς τή γῆ σάν μοιράζαν

οἱ θεοί μεταξύ τους

τό νησί δέν φαινόταν ἀκόμα στοῦ πελάγους τά μάκρη

μά σέ βάθη ὅλο ἁλμύρα κρυβόταν ἡ Ρόδος.

Καί καθώς λησμονῆσαν νά βάλουνε κλῆρο

γιά τόν Ἥλιο πού τύχαινε τότε νά λείπει

τόν θεό, παραλίγο, τόν ἄμωμο, θ’ ἄφιναν δίχως μερίδιο∙

τούς τό θύμισε ὅμως ἐκεῖνος∙

καί θά ὅριζε ὁ Δίας καινούργια ἀπ’ ἀρχῆς μοιρασιά,

μά ὁ Ἥλιος ἀρνήθηκε∙

γιατί εἶπε πώς βλέπει ἀπ’ τά βάθη τῆς θάλασσας

στόν ὁλόλευκο ἀφρό ν’ ἀνεβαίνει ὁλοένα μιά χώρα

πού ὁ πλοῦτος της μέλλει κοπάδια κι ἀνθρώπους νά θρέψει.

Κι ἀπ’ τή μοίρα τή Λάχεση, μέ τ’ ὁλόχρυσο χτένι,

νά σηκώσει τά χέρια ζητᾶ καί τόν ὅρκο

τῶν θεῶν νά σφραγίσει

συμφωνώντας μαζί μέ τοῦ Κρόνου τόν γιό,

πώς ἡ νῆσος αὐτή στό αἰθέριο τό φῶς σάν βρεθεῖ,

τό δικό του νά εἶναι μερίδιο γιά πάντα.

Καί τά λόγια αὐτά πληρωθῆκαν καί ἀλήθεψαν ὅλα.

τό νησί ἀπ’ τήν ἄρμη τῆς θάλασσας βλάστησε

κι ἀπό τότε δικό του τό ἔχει ὁ πατέρας,

τῶν ὀξειῶν ἡλιαχτίδων ὁ ἄρχοντας

τῶν πυρίπνοων ἵππων ὁ ἀφέντης.

Μέ τή Ρόδο ἑνώθηκε ἐδῶ καί παιδιά γεννηθῆκαν ἑφτά

προικισμένα μέ ὅλη τήν πρότερη γνώση.

Καί ὁ ἕνας ἀπό τούς ἑφτά, τόν πρεσβύτερο γέννησε Κάμιρο,

τόν Ἰάλυσο ἔπειτα, τρίτο τόν Λίνδο∙

Καί στά τρία μοιράσαν αὐτοί τήν πατρώα τους γῆ,

χωριστά ὁ καθένας τους νά ‘χει μιά πόλη δικιά του

καί σ’ αὐτήν τ’ ὄνομά του νά δώσει…”

 Τιτανομαχία (art-book.gr)Τιτανομαχία (art-book.gr)

Πρώτοι εποίκησαν το νησί οι Τελχίνες [Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Ε’ §55.1] πνεύματα του πυρός, ηφαιστειακά κατά γενική ομολογία, παρόμοιας φύσεως με τους Καβείρους, για τα οποία λίγα είναι γνωστά πέρα από σχετικούς μύθους που συναντώνται στην Κρήτη, την Κύπρο και τη Ρόδο. Ήταν αυτοί οι γιοί της Θάλασσας που μαζί με την Καφείρα, κόρη του Ωκεανού, ανέθρεψαν τον Ποσειδώνα τον οποίο τους είχε εμπιστευθεί η Ρέα. Όταν ο Ποσειδών μεγάλωσε, αγαπήθηκε από την Αλία (ή Αλίη) αδελφή των Τελχίνων, με την οποία απέκτησε έξι γιούς και μία κόρη, την Ρόδο. Τ´αγόρια εκδιώχθηκαν στα έγκατα της γής, ενώ η Αλία που είχε ριφθεί στη θάλασσα, τιμήθηκε με τ´όνομα Λευκοθέα.

Ανάγλυφο από τη Σαμοθράκη που εικονίζει τον Αγαμέμνονα να μυείται στα μυστήρια των Καβείρων. Περ. 560 Π.Κ.Ε., Λούβρο (wikipedia)

Ανάγλυφο από τη Σαμοθράκη που εικονίζει τον Αγαμέμνονα να μυείται στα μυστήρια των Καβείρων. Περ. 560 Π.Κ.Ε., Λούβρο (wikipedia)

…Ποσειδῶνα δὲ τὸ γεγονὸς αἰσθόμενον τοὺς υἱοὺς κρύψαι κατὰ γῆς διὰ τὴν πεπραγμένην αἰσχύνην, οὓς κληθῆναι προσηῴους δαίμονας· Ἁλίαν δὲ ῥίψασαν ἑαυτὴν εἰς τὴν θάλατταν Λευκοθέαν ὀνομασθῆναι καὶ τιμῆς ἀθανάτου τυχεῖν παρὰ τοῖς ἐγχωρίοις

Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Ε’ §55.1]

Κάποιοι παρουσιάζουν τους Κορύβαντες, τους Καβείρους, τους Ιδαίους Δακτύλους και τους Τελχίνες, να ταυτοποιούνται με τους Κουρήτες, ενώ άλλοι τους θεωρούν ως ελάχιστα διαφοροποιημένες μεταξύ τους ομοεθνείς ομάδες, αλλά σε γενικές γραμμές λογίζονται, μεμονωμένα και όλοι μαζί, είδος εμπνευσμένων ανθρώπων υποκείμενων στη Διονυσιακή φρενίτιδα που χαρακτήριζε Σατύρους, Σειληνούς, Βάκχες και Τιτύρους, ιεροφάντες του Διονύσου, οι οποίοι με το πρόσχημα της θεϊκής εκπροσώπησης, ενέπνεαν τρόμο στους εορτάζοντες των ιεροτελεστιών, όπως τα Κρητικά και τα Φρύγια,  μέσω πολεμικών χορών συνοδευομένων από ξεφωνητά και θορύβους, χτυπήματα κυμβάλων, τυμπάνων και χεριών, ήχους από αυλούς και άναρθρες κραυγές. [Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο Ι᾽ §3.7]

Ο Δίας στην αγκαλιά των Κορυβάντων -wikipedia

Ο Δίας στην αγκαλιά των Κορυβάντων (wikipedia)

Σύμφωνα με άλλον μύθο, πρίν η Ρόδος καταποντιστεί, οι Τελχίνες έφυγαν αφού πρώτα κατέβρεξαν τη νήσο με νερό από την (λίμνη) Στύγα καθιστώντας την άγονη. Ένας από αυτούς, ο Λύκος [Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Ε᾽ §55.5] κατέφυγε στην Λυκία και ίδρυσε ᾽κεί το ναό του Λυκείου Απόλλωνος. Άλλη εκδοχή, θέλει τους Τελχίνες να φονεύονται από τον Απόλλωνα, ο οποίος είχε μεταμορφωθεί σε αιμοδιψή λύκο για να πετύχει τον σκοπό του [Σέρβιος, σχόλια στην Αινειάδα (του Βιργιλίου) §377] και άλλη να εξοντώνονται από τον Δία λόγω της κακίας τους. Λέγεται επίσης ότι, αφού καταβρόχθισαν τον κύριό τους, μεταμορφώθηκαν στους Κύνες του Ακταίωνα [Ευστάθιος, σχόλια στο έργο του Ομήρου σ.771]  ότι ήταν γιοί της Νεμέσεως και του Ταρτάρου και οτι είχαν γεννηθεί, όπως οι Ερινύες, από τις σταγόνες του αίματος που είχαν πέσει από την πληγή του Ουρανού, μετά τον ακρωτηριασμό του από τον Κρόνο.

Ο ευνουχισμός του Κρόνου και η γέννηση της Αφροδίτης (αριστερά) [wikipedia]

Ο ευνουχισμός του Κρόνου και η γέννηση της Αφροδίτης (αριστερά) [wikipedia]

Συγγενείς κατά τα φαινόμενα με τους Γίγαντες και άλλα τέρατα της Μυθολογίας, όπως οι Εκατόγχειρες και οι Κύκλωπες, η επίκληση του ονόματος των οποίων προκαλούσε δέος εξαιτίας της ταύτισής τους ενίοτε με ερεβώδεις υπάρξεις και άλλοτε με πνεύματα του θανάτου, παροιμιώδους μοχθηρίας, ολέθρου και κακοδαιμονίας [Στησίχορος, απόσπασμα 265 από τον σχολιασμό του Ευστάθιου στην Ιλιάδα του Ομήρου] Αρκετές φορές εμφανίζονται να ενσαρκώνουν τους μυθικούς χαρακτήρες των Κουρητών, των Ιδαίων Δακτύλων και των Ροδίων γιών του Ποσειδώνα, αλλιώς γνωστοί ως  Προσηῷοι Δαίμονες.

Κουρήτες χορεύουν γύρω από τον Δία (wikipedia)

Κουρήτες χορεύουν γύρω από τον Δία (wikipedia)

Οι αναφορές των αρχαίων συγγραφέων στους Τελχίνες αποκαλύπτουν ανάλογη ποικιλία ονομάτων και χαρακτηριστικών τους. Από το έργο του Βακχυλίδη (απόσπασμα #52) που διασώζεται μέσω του Ιωάννου Τζέτζου (ή αλλιώς Γραμματικού) στο σχολιασμό του επί της Θεογονίας του Ησιόδου, πληροφορούμαστε ότι από το αίμα του Ουρανού γεννήθηκαν πρώτα οι τρείς Ερινύες: Αληκτώ, Μέγαιρα, Τισιφόνη και αργότερα οι τέσσερις διάσημοι Τελχίνες: Ακταίος, Μεγαλήσιος, Όρμενος και Λύκτος, τους οποίους ο ίδιος αποκαλούσε παιδιά της Νέμεσης και του Ταρτάρου (ή της Νέμεσης, κόρης του Ταρτάρου) καθώς και κάποια άλλα παιδιά όπως η Γαία και ο Πόντος (η Θάλασσα).

Ερινύες (wikipedia)

Ερινύες (wikipedia)

Στον σχολιασμό του N.B. Campbell για το απόσπασμα #1 του διασωθέντος έργου του Βακχυλίδη, φαίνεται ότι οι Τελχίνες ήταν χαρακτήρες της μυθολογίας, τεχνίτες αλλά και μάγοι, οι οποίοι ζούσαν στη νήσο Κέα (Τζιά) και είχαν προκαλέσει την οργή των θεών αφανίζοντας τους καρπούς της γής. Ο Δίας και ο Ποσειδών (ή ο Απόλλων) κατέστρεψαν το νησί και εξολόθρευσαν τους κατοίκους του, αλλά χάρισαν τη ζωή στην Δεξιθέα και τις αδελφές της, κόρες του Δάμωνα (Δάμων ή Δημώνακας ή Δημώναξ) ηγέτη των Τελχίνων, επειδή η μητέρα τους Μακελώ, είχε τιμήσει την έλευση των δύο θεών. Σύμφωνα με τον Καλλίμαχο (τον Κυρηναίο), διασώζεται και η Μακελώ [Καλλίμαχος, Αίτια §3.1] ενώ ο Οβίδιος αναφέρει την Μακελώ  ως αδελφή της Δεξιθέας, η οποία χάνει τη ζωή της εξαιτίας της ατιμωτικής συμπεριφοράς του ανδρός της προς τους θεούς [Οβίδιος, Μεταμορφώσεις §7.365] Σε διάφορα αποσπάσματα των Διονυσιακών του Νόννου (του Πανοπολίτη) πέραν των χαρακτηριστικών αναφορών στους Τελχίνες, συναντούμε τις ονομασίες Λύκος, Σκέλμις και Δαμναμενεύς:

Ποσειδώνας ο βασιλέας των υδάτων, χαρακτική του Virgil Solis για το έργο του Οβιδίου, Μεταμορφώσεις (wikipedia)

Ποσειδώνας ο βασιλέας των υδάτων, χαρακτική του Virgil Solis για το έργο του Οβιδίου, Μεταμορφώσεις (wikipedia)

[§14.36] ΄Οταν η Ρέα καλούσε τους άλλους θεούς να στηρίξουν τον Διόνυσο στον πόλεμο με τους Ινδούς, συντάχθηκαν μαζί τους οι μοχθηροί Τελχίνες οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τα σπηλαιώδη βάθη της θάλασσας. Ο Λύκος έφθασε κουνώντας απειλητικά ένα τεράστιο δόρυ με το μακρύ του χέρι, ο Σκέλμις δε, συντροφιά με τον Δαμναμενέα, οδηγώντας τη θαλάσσια άμαξα του πατέρα τους, Ποσειδώνα. Κυνηγημένοι από τη γή του Τληπολέμου (τη Ρόδο) είχαν ριχτεί στη θάλασσα από τον Θρίνακα, τον Μακαρέα και τον δοξασμένο Αύγη, τους γιούς του Ήλιου και έκτοτε περιπλανώμενοι, πήραν νερό από την Στύγα, με τις ευλογίες αυτής που τους ανέθρεψε και με τα μοχθηρά χέρια τους πότισαν τις πεδιάδες της εύφορης Ρόδου, όπου τα νερά από τα Τάρταρα, ξέραναν τα πάντα.

[§18.35] Η Μακελώ φιλοξένησε τον Δία και τον Απόλλωνα και όταν ο γαιήοχος Ποσειδών συνέτριψε το νησί με την τρίαινά του, καταπνίγοντας στο βυθό της θάλασσας τους Φλεγύες μαζί με το κακό που είχαν προκαλέσει στη γή, οι δύο γυναίκες δασώθηκαν από τον ίδιο.

[§21.178]  Όταν ο Διόνυσος ρίχθηκε στη θάλασσα από τον Λυκούργο, οι ακόλουθοί του ήταν ανήσυχοι και πικραμένοι. Αλλά ο Σκέλμις άφησε τα ενάλια σπήλαια όπου ζούσε και οδηγώντας την αμφίβια άμαξα του πατέρα του, έσπευσε να διαδώσει τα θλιβερά γι αυτούς μαντάτα, για τον χαμό του Διονύσου.

Ο Διόνυσος στην Ινδία (art-book.gr)

Ο Διόνυσος στην Ινδία (art-book.gr)

[§23.151] Ο κατσικοπόδαρος Πάνας, από τον στρατό του Διονύσου, πέρασε τον ποταμό Υδάσπη (Ινδία), ο Λύκος οδήγησε την άμαξα με τα τέσσερα άλογα του πατέρα του έξω από τη θάλασσα και ο Σκέλμις συνοδευόμενος από τον αδελφό του Δαμναμενέα, πέρασαν κι αυτοί τον ήρεμο ποταμό.

[§24.100] Όταν ο ποταμός (Υδάσπης) προσπάθησε να πνίξει τους στρατιώτες του Διονύσου, αυτός έφραξε την κοίτη με το άρμα του. Οι Σάτυροι μαζί με τις Βακχίδες και τις γυναίκες ακόλουθους του Πάνα, διέπλευσαν τον ποταμό, αλλά πολύ πιο γρήγοροι από αυτούς ήταν οι Τελχίνες, οι οποίοι πίσω από τα θάλασσια άλογά τους οδηγούσαν το άρμα του πατέρα τους πάνω στα κύματα και κρατήθηκαν πολύ κοντά στον  Διόνυσο, όταν αυτός όρμησε μπροστά.

[§27.105] Ο Δεριάδης, στρατηγός των Ινδών, πρόσταξε τους στρατιώτες να κομματιάσουν τους βαθύβιους Τελχίνες με τα ολέθρια ατσάλινα όπλα τους, να θάψουν τα σώματά τους δίπλα στην ακροθαλασσιά αφήνοντας τον πατέρα τους Ποσειδώνα να μεριμνήσει γι αυτούς και να επιστρέψουν τροπαιοφόροι, με την γαλάζια ιπποσκευή της περίτεχνα λαξευμένης άμαξας (των Τελχίνων) καθώς και τα θαλασσοπόρα άλογα της.

[§30.226] Οι μοχθηροί Τελχίνες συντάχθηκαν με τον Διόνυσο στην μάχη εναντίον των Ινδών. Άλλος κουβαλούσε στους ώμους του ένα ψηλό έλατο, άλλος μια ξεριζωμένη κρανειά (ή κρανιά, δέντρο) και άλλος κράδαινε  ένα κομμάτι μυτερού βράχου, τα οποία εξακόντισαν με μανία εναντίον των Ινδών συνθλίβοντάς τους.

Πάνας, Σάτυροι, Βακχίδες (art-book.gr)

Πάνας, Σάτυροι, Βακχίδες (art-book.gr)

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ονόματα  Σκέλμις και Δαμναμενεύς, είχαν αποδοθεί στους Ιδαίους Δακτύλους από τον Ησίοδο σύμφωνα με ομώνυμο ποίημα της αρχαιότητος που φέρει το όνομά του στο σχετικό λήμμα της εγκυκλοπαίδειας Σουίδα. Αν και αμφισβητείται η ταυτότητα του Ησιόδου, για πολλούς σύγχρονους αλλά και μεταγενέστερους συγγραφείς, αποτέλεσε κείμενο αναφοράς για την ανακάλυψη των μετάλλων και της μεταλλουργίας.

Κέλμις τε αὖ καὶ Δαμναμενεὺς οἱ τῶν Ἰδαίων δάκτυλοι πρῶτοι σίδηρον εὗρον ἐν Κύπρῳ; Δέλας δὲ ἄλλος Ἰδαῖος εὗρε χαλκοῦ κρᾶσιν, ὡς δὲ Ἡσίοδος, Σκύθης

 Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς τον 5ο αι. μ.Χ, αποδίδει σε κάποιον από τους Τελχίνες το όνομα Μύλας <Μύλας>· εἷς τῶν Τελχίνων, ὃς τὰ ἐν Καμείρῳ ἱερὰ Μυλαντείων[Γλῶσσαι, Ελληνικό λεξικό] Τον ίδιο αιώνα ο Στέφανος ο Βυζάντιος αναφέρει στο γεωγραφικό λεξικό Εθνικά, ότι το βουνό της Ρόδου Ατάβυρον, επονομάσθηκε έτσι, χάριν κάποιου Τελχίνα, ονόματι Αταβύριος. Στο έργο του Ιωάννου Τζέτζου Χιλιάδες, Περί Βασκάνων Εριννύων και Αλαστόρων Τελχίνων, συναντούμε συν τοις άλλοις τα ονόματα Μίνων και Νίκων, ενώ στην επιτομή του έργου του Ζηνοβίου, περί  Παροιμιών, από τους Δίδυμο (τον Αλεξανδρινό) και Λουκίλλο (τον Ταρρραίο)  αναφέρεται το Σίμων ή Σίμωνας.

Ένας άλλος ενδιαφέρον μύθος, είναι εκείνος κατά τον οποίο τα πνεύματα αυτά ήταν τρία και ονομάζονταν Χρυσός, Άργυρος και Χαλκός, από τα μέταλλα των οποίων η ανακάλυψη οφειλόταν σ᾽αυτούς. [Ευστάθιος, σχόλια στο έργο του Ομήρου σ.772 – Διόδωρος ο Σικελιώτης § 55] Πράγματι δε, ο σαφέστερος χαρακτηρισμός των Τελχίνων θα μπορούσε να είναι πνεύματα των μετάλλων. Δεξιοτέχνες του σιδήρου και του χαλκού, “είχαν ανακαλύψει” αναφέρει ο Διόδωρος, “πολλές τέχνες και είχαν κάνει πολλές άλλες χρήσιμες για τους ανθρώπους ανακαλύψεις”. Δικά τους έργα φαίνεται να ήταν η άρπη (δρεπάνι) με την οποία έγινε ο ακρωτηριασμός του Ουρανού από τον Κρόνο και η μαγική τρίαινα του Ποσειδώνος, με την οποία ο θεός μπορούσε να ορθώνει τεράστια βουνά από τον βυθό της θάλασσας σχηματίζοντας νησιά, τα οποία μπορούσε επίσης να καταπνίγει ή να μεταφέρει [Καλλίμαχος, Ύμνοι#4 Δήλος §28] είχαν δε εργασθεί μαζί με τους Κύκλωπες για την κατασκευή του περιδεραίου, το οποίο ως γνωστόν, συγκαταλέγετο μεταξύ των δώρων που δόθηκαν στην Αρμονία και το οποίο επέφερε την δυστυχία όλων όσοι το φορούσαν. Τέλος, φέρονταν ως οι πρώτοι κατασκευαστές αγαλμάτων θεών και εφευρέτες της χαρακτικής των μετάλλων.

<Τελχῖνες>· βάσκανοι, γόητες, φθονεροί. ἢ παρὰ τὴν τῆξιν, ἢ παρὰ τὸ θέλγειν

Γλῶσσαι /Τ, Ελληνικό λεξικό, Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεὺς

Οι Τελχίνες θεωρήθηκαν επίσης μάγοι και γόητες. Κατασκεύαζαν φίλτρα από ρίζες διαφόρων φυτών, εξαπέλυαν βροχές, χαλάζι, χιόνι και κεραυνούς, είχαν δε το χάρισμα να μεταμορφώνονται κατά βούληση. Όντα αμφίβια, ζούσαν στην ξηρά και στα νερά, έμοιαζαν συγκερασμός ανθρώπων με δαίμονες ή ψάρια,  λέγεται ότι είχαν μεμβράνες μεταξύ των δακτύλων στα πόδια όπως οι χήνες, κάποιες φορές απεικονίζονταν με κεφάλι σκύλου και πτερύγια ψαριών, αντί χεριών, άλλες δε τους ήθελαν χωρίς άκρα (χέρια, πόδια) και με χαρακτηριστικά μεγάλα βλέφαρα, πιθανόν απόρροια του “κακού ματιού” που τους αποδιδόταν και στο οποίο οφειλόταν επίσης, η επονομασία τους ως βάσκανοι.

Σημειωτέον ότι οι αρχαίοι συγγραφείς, θεωρούσαν συκοφαντική τη φήμη αυτή, εξαιτίας του  φθόνου εκείνων που ζήλευαν τη δεξιοτεχνία τους. Όπως αφηγείται ο Σράβων, τα αρχαία χρόνια το νησί της Ρόδου, πριν ονομασθεί Τελχινίς, είχε τα ονόματα Οφιούσα (καθώς είχε πολλά φίδια) και Σταδία (εξαιτίας του σχήματός της που θύμιζε αρχαίο στάδιο). Όταν πρωτοκατοίκησαν οι Τελχίνες, κάποιοι έλεγαν ότι επρόκειτο για κακόβουλους μάγους που άρδευσαν τη γή και πότισαν τα ζώα με νερό από τη λίμνη Στύγα, αναμεμιγμένο με θειάφι ώστε να αφανίσουν τα πάντα. Αντιθέτως, κάποιοι άλλοι ισχυρίζονταν ότι εξαιτίας της διάκρισής τους στις τέχνες, δυσφημίστηκαν από ανταγωνιστές τους και ότι πρώτα μετακινήθηκαν από την Κρήτη στην Κύπρο και μετά έφθασαν στη Ρόδο. Το νησί, μετά τους Τελχίνες, πέρασε στη δικαιοδοσία των Ηλιάδων, γιών του Ήλιου [Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο ΙΔ´ §2.7]

Ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις [§7.365] αναφέρει ότι οι Τελχίνες ζούσαν στην Ιαλυσό, πόλη της Ρόδου στην οποία όφειλαν την επωνυμία Ιαλύσιοι, όπου με το φθονερό βλέμμα τους είχαν καταστρέψει τα πάντα, ωσότου ο Δίας να εκδικηθεί, ρίχνοντάς τους στα βάθη της θάλασσας, κάτω από τα κύματα του αδελφού του.

Όταν κατέλαβαν το νησί οι Ηλιάδες, Θρίναξ, Μακαρεύς και Αύγης, κάποιοι από τους συγγραφείς υποστηρίζουν ότι εκδίωξαν τους Τελχίνες. Ωστόσο, υπάρχει και άλλη εκδοχή (Ευστάθιος, σχολιασμός του Ομηρικού έργου) που μαρτυρά την απομάκρυνση από την πατρίδα τους, κατόπιν κάποιου κατακλυσμού, τον οποίο μάλιστα είχαν προβλέψει ότι θα συμβεί.  Κατόπιν τούτου, στις περιοχές που βρέθηκαν, σύστησαν πόλεις και ιερά αφιερωμένα στους “δικούς τους” θεούς. Έτσι, η πόλη που βρέθηκε ο Λύκος, κοντά στη Φρυγία της Μ. Ασίας, ονομάσθηκε Λυκία, όπου λατρεύθηκε ο Λυκίος Απόλλων, όπως στη Λίνδο, αλλά και την Σικυώνα της Κορινθίας. Παρομοίως λατρεύθηκαν η Τελχινία Ήρα, στην Ιαλυσό και την Κάμειρο και η Τελχινία Αθηνά στην Τευμησσό της Βοιωτίας, περιοχή η οποία είχε επονομασθεί Τελχινία. Την ίδια επωνυμία έφεραν και οι Νύμφες της λαϊκής παράδοσης των πόλεων που ίδρυσαν στη Ρόδο οι Τελχίνες. Στην Τευμησσό, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, στο ναό της Τελχινίας Αθηνάς, δεν βρισκόταν κάποιο ιερό άγαλμα, ενώ για την προσονομασία της θα μπορούσε κάποιος να διακινδυνεύσει την εικασία ότι προερχόταν από τους Τελχίνες οι οποίοι βρέθηκαν στη Βοιωτία από την Κύπρο, όπου ζούσαν κάποτε.

…καὶ Ἀθηνᾶς ἐν Τευμησσῷ Τελχινίας ἐστὶν ἱερὸν ἄγαλμα οὐκ ἔχον: ἐς δὲ τὴν ἐπίκλησιν αὐτῆς ἔστιν εἰκάζειν ὡς τῶν ἐν Κύπρῳ ποτὲ οἰκησάντων Τελχίνων ἀφικομένη μοῖρα ἐς Βοιωτοὺς ἱερὸν ἱδρύσατο Ἀθηνᾶς Τελχινίας…

Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, Βοιωτικά §19.1

Στην Κρήτη, τόπος καταγωγής τους σύμφωνα με κάποιες πεποιθήσεις, λεγόταν ότι έκαναν κατά την παιδική ηλικία του Δία, όσα αποδίδονται γενικώς στους Κουρήτες.  Τους συναντούμε και στην Κύπρο, δίχως όμως να γνωρίζουμε κάτι για την ενδεχόμενη επιρροή τους στις παραδόσεις του νησιού. Αντιθέτως, στη νήσο Κέα (Τζιά) μία από τις γνωστότερες οικογένειες, των Ευξαντιδών, ισχυρίζεται την Τελχίνεια καταγωγή της, μέσω του Ευξαντίου. Βασιλέας τους ήταν ο Δημώνακας, του οποίου η σύζυγος ονομαζόταν Μακελώ (ή Μακελλώ ή Μακεδώ). Κάποτε που επισκέφθηκε το νησί ο Δίας, οι Τελχίνες δεν του έκαναν καλή υποδοχή. Μεταγενέστερη παράδοση θέλει τον κυρίαρχο του Ολύμπου να σκοτώνει τους Τελχίνες διότι το κακό τους μάτι αρκούσε για να καταστρέφει τις σοδειές. Μόνον οι κόρες τους διεσώθηκαν, διότι αυτές υποδέχθηκαν τον Δία όπως άρμοζε.

Όπως αναφέρει ο Πίνδαρος στον 5ο παιάνα του, <<…εκείνος, ο Ευξάντιος (ή Ευξάνθιος) της Κέας, γιός του Μίνωα και της Δεξιθέας (ή Δεξινόης), κόρης ενός από τους Τελχίνες, διηγείται σ’ αυτούς (τους γιούς του Μίνωα και της Πασιφάης) το εντυπωσιακό που του συνέβη κάποτε: Γνωρίζετε ότι απεύχομαι πόλεμο με τον Δία, φοβάμαι τους τους τριγμούς της γής και την αντάρα της θάλασσας (που προκαλεί ο Ποσειδώνας). Μια μέρα, με κεραυνούς ο ένας και με την τρίαινά του ο άλλος, καταδίωξαν τον ανεπιθύμητο επισκέπτη (πιθανόν τους Τελχίνες) στα βάθη των Ταρτάρων, αφήνοντας αλώβητη αλλά μόνη την μητέρα μου (την Δεξιθέα, κόρη ενός από τους Τελχίνες) στα τείχη του σπιτιού της…>>

Παρόμοια αναφορά, διαφοροποιημένη ως πρός τα πρόσωπα και εμφατική πρός την απόγνωση που βίωσε παρά τη διάσωσή της η Μακελώ, μητέρα της Δεξιθέας, γίνεται και από τον Καλλίμαχο στα Αίτια [απόσπασμα #3.1] όπου την ιστορία αφηγείται ο ηλικιωμένος Ξενομήδης, θεματοφύλακας της ιστορίας του νησιού, σύμφωνα με την οποία [η Μακελώ] απέμεινε μόνη κι έρημη ν’ αναλογίζεται την αμαρτωλή αυθάδεια που είχε φέρει τα πάνω κάτω στο νησί.

Ετυμολογικά η λέξη Τελχίνες προέρχεται από την αρχαία ελληνική τελχίς (θέλγω, παραλλαγή του θελγιν, -ίνος, θωπεύω μέσω μαγικής δυνάμεως, γοητεύω, μαγεύω αλλά και εξαπατώ, πλανώ, φενακίζω, ξεγελώ) μτγν. τελχίν, επιθ. τελχίνος, ένας εκ των Τελχίνων, των πρώτων κατοίκων της Κρήτης, εξαιτίας αυτών αποκαλούμενης και Τελχινίας, επίσης βάσκανος, κακοποιός και χαιρέκακος [βλ. Σχολισμός επί των τραγωδιών του Αισχύλου, Πέρσες v.351 <<αρχή τις εγένετο του παντός κακού ποθέν ελθών τελχίν τις ή δαίμων>>(google free e-book )] τελχίνες σήτες βιβλίων, αποκαλούνταν τότε οι Γραμματικοί, όπου σήτες (σής) σημαίνει σκώρος, ως κακοποιοί σκώληκες των βιβλιοθηκών [Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Ιωαν. Σταματάκου] Τελχίς, αρχαία πόλη της Αιθιοπίας, αλλά και ως επίθετο τελχίνες ονομάζονταν οι καταφορές στον θάνατο από πληγές του σώματος [βλ. Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας, Henrico Stephano, v7 1848-1854, google free e-book ]

Το άρμα του Ποσειδώνα (theoi.com)

Το άρμα του Ποσειδώνα (theoi.com)

Αντί επιλόγου

Η φύση δεν είναι ούτε καλή ούτε δίκαιη. Είναι αυτή που φαίνεται και οι Έλληνες το γνώριζαν καλά. Γι αυτό και δεν προσπάθησαν να χαλινώσουν τη δύναμη της σκέψης ούτε απέφευγαν τερτίπια της λογικής. Ήξεραν ότι ουδείς μπορεί να πηδήξει έξω από τη σκιά του, όπως εύστοχα οι ανατολίτες με την παροιμία αυτή οριοθετούσαν τις ανθρώπινες δυνατότητες. Ο μύθος ήρθε να γεφυρώσει τον ουρανό με την γή και να χαρίσει το κλειδί για έναν τέτοιο τόπο, απρόσιτο. Βάλσαμο για την απελπισία, χαμόγελο για την λύπη, σύμβουλος για την ζωή, φώς στα μύχια της ψυχής. Λένε ότι κάποτε τ´αγάλματα των Αθηνών ήταν περισσότερα απ᾽τους κατοίκους. Οι διδαχές των ρητοροδασκάλων λαξευμένες μπροστά στους διαβάτες των δρόμων. Εικόνες δυνατές, νοήματα πυκνά, μύστες του σεβασμού στα χρόνια της αρχαιότητας, σήμερα λιγοστές στην ύπαιθρο, κλεισμένες σε βιβλία και μουσεία, περιμένουν στωικά να ζωνατέψουν έστω και για λίγο στο νού του κάθε αναγνώστη τον κόσμο των Ελλήνων, εκείνων που ηττήθηκαν κατά κράτος, από την ανάγκη να κατανοούν.- Π.Δ.Λ.


Βιβλιογραφία – πηγές

  • Πινδάρου, 7ος Ολυμπιόνικος “Εις τον Διαγόρα τον πύκτη”,
    μετάφραση Τ. Καραγεωργίου
  • Ελληνική Μυθολογία Jean Richepin, τόμος Α᾽
    Oι Θεοί, pp. 358-360, Εκδόσεις Δαρεμά, 1953
  • Theoi.com/Telkhines
  • Stephani Byzantii Ethnicorvm quae svpersvnt (google free e-book )
  • Γλῶσσαι Ελληνικό λεξικό, Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεὺς (wikipedia )
  • Corpus Paroemiographorum Graecorum (1839),
    «Ζηνοβίου ἐπιτομή«, Cent.V §41 (google free e-book )
  • Ιωάννου του Τζέτζου, Χιλιάδες (google free e-book )

IceCube sees highest-energy neutrino ever found

$
0
0

symmetry-magazine-banner

Observations of this kind could lead scientists to the source of ultra-high-energy cosmic rays.

Photo by Ian Rees, IceCube/NS

Photo by Ian Rees, IceCube/NS


Long-sought Discovery Fills in Missing Details of Cell ‘Switchboard’

$
0
0

SLAC_LogoSD

SLAC’s X-ray Laser Lends New Insight into Key Target for Drug Development

Menlo Park, Calif. — A biomedical breakthrough, published today in the journal Nature, reveals never-before-seen details of the human body’s cellular switchboard that regulates sensory and hormonal responses. The work is based on an X-ray laser experiment at the Department of Energy’s SLAC National Accelerator Laboratory.

The much-anticipated discovery, a decade in the making, could have broad impacts on development of more highly targeted and effective drugs with fewer side effects to treat conditions including high blood pressure, diabetes, depression and even some types of cancer. (read more)

Press releaseSLAC

July 22, 2015Glenn Roberts

This illustration shows arrestin (yellow), an important type of signaling protein, while docked with rhodopsin (orange), a G protein-coupled receptor. GPCRs are embedded in cell membranes and serve an important role in a cellular signaling network. An experiment conducted at SLAC’s Linac Coherent Light Source X-ray laser provided an atomic-scale 3-D map of this joined structure. (SLAC National Accelerator Laboratory)

This illustration shows arrestin (yellow), an important type of signaling protein, while docked with rhodopsin (orange), a G protein-coupled receptor. GPCRs are embedded in cell membranes and serve an important role in a cellular signaling network. An experiment conducted at SLAC’s Linac Coherent Light Source X-ray laser provided an atomic-scale 3-D map of this joined structure. (SLAC National Accelerator Laboratory)

In crystallography experiments at the Coherent X-ray Imaging experimental station at LCLS, a liquid jet delivers nanoscale crystals into this chamber, where X-ray laser pulses strike them. (SLAC National Accelerator Laboratory)

In crystallography experiments at the Coherent X-ray Imaging experimental station at LCLS, a liquid jet delivers nanoscale crystals into this chamber, where X-ray laser pulses strike them. (SLAC National Accelerator Laboratory)

Read more

Citation: Y. Kang, et al., Nature, 22 July 2015 (10.1038/nature14656)


Little Creatures of the Deep [Slide Show]

$
0
0

 

SAlogo

A new robot successfully traps the larvae of exotic species living in the extremely deep ocean

News release Scientific American

July 29, 2015 Mark Fischetti

At more than 2,150 meters deep in the ocean, the water pressure is a crushing 220 kilograms per square centimeter. Oceanographers who have tried to snag samples of life in these pitch-black, frigid and high-pressure places have had to suck in water at high speed and try to filter out organisms, often damaging them in the process. But a team led by Duke University, the University of Oregon and the Woods Hole Oceanographic Institution last week snatched up the intact larvae of 16 different animals. (read more, slide show)

 

 Mitraria: This larva of a polychaete (segmented) annelid worm swims using a ciliated band. A bundle of long protective bristles protects its posterior. The juvenile develops inside the larval body and eventually emerges through a drastic metamorphosis.[ Less ]  [ Link to this slide ] Credit: Laurel Hiebert

Mitraria:
This larva of a polychaete (segmented) annelid worm swims using a ciliated band. A bundle of long protective bristles protects its posterior. The juvenile develops inside the larval body and eventually emerges through a drastic metamorphosis.[ Less ] [ Link to this slide ]
Credit: Laurel Hiebert

provided by scientificamerican.com

Shifting Winds, Ocean Currents Doubled Endangered Galapagos Penguin Population

$
0
0

whoi logo

News release  •  August 2, 2015  •  WHOI

Shifts in trade winds and ocean currents powered a resurgence of endangered Galapagos Penguins over the past 30 years, according to a new study. These changes enlarged a cold pool of water the penguins rely on for food and breeding—an expansion that could continue as the climate changes over the coming decades, according to a new study led by researchers at the Woods Hole Oceanographic Institution (WHOI).

 

A new study compared sea surface temperatures with endangered Galapagos Penguin population counts and found that the penguin population doubled while waters cooled around their nesting islands. (Courtesy of Snowmanradio/Flickr)

A new study compared sea surface temperatures with endangered Galapagos Penguin population counts and found that the penguin population doubled while waters cooled around their nesting islands.
(Courtesy of Snowmanradio/Flickr)

 

The Galapagos Islands, a chain of islands 1,000 kilometers (600 miles) west of mainland Ecuador, are home to the only penguins in the Northern Hemisphere. The 48-centimeter (19-inch) tall black and white Galapagos Penguins landed on the endangered species list in 2000 after the population plummeted to only a few hundred individuals and are now considered the rarest penguins in the world.

Most of the penguins live on the archipelago’s westernmost islands, Isabela and Fernandina, where they feed on fish that live in a cold pool of water on the islands’ southwestern coasts. The cold pool is fed by an ocean current, the Equatorial Undercurrent, which flows toward the islands from the west. When the current runs into Isabela and Fernandina, water surges upward, bringing cold, nutrient-rich water to the surface.

New research suggests shifts in wind currents over the past three decades, possibly due to climate change and natural variability, have nudged the Equatorial Undercurrent north. The changing current expanded the nutrient-rich, cold water farther north along the coasts of the two islands, likely bolstering algae and fish numbers in the cold pool. This allowed the penguin population to double over the past 30 years, swelling to more than 1,000 birds by 2014, according to the new study.

 

A satellite image of the Galapagos Islands in 2002. Almost all of the Galapagos Penguins live along the western coasts of Isabela and Fernandina and two–thirds of the birds reside along the southwestern bulge of Isabela. (Imagery NASA)

A satellite image of the Galapagos Islands in 2002. Almost all of the Galapagos Penguins live along the western coasts of Isabela and Fernandina and two–thirds of the birds reside along the southwestern bulge of Isabela.
(Imagery NASA)

 

Climate change could further shift wind patterns and ocean currents, expanding cold water further north along the coasts of Isabela and Fernandina and driving fish populations higher, according to the new study.

Penguins, as well as other animals like fur seals and marine iguanas that feed and reproduce near the cold waters, may increase in numbers as the northwestern coasts of the islands become more habitable, said the study’s authors. They noted that wind and ocean currents could also return to earlier conditions, leading to a decline in penguin populations.

«The penguins are the innocent bystanders experiencing feast or famine depending on what the Equatorial Undercurrent is doing from year to year,» said Kristopher Karnauskas, a climate scientist who performed the research while at WHOI, and lead author of the new study recently accepted in Geophysical Research Letters, an American Geophysical Union journal.

The new findings could help inform conservation efforts to save the endangered penguins, said the study’s authors. Increasing efforts on the northern coasts of the islands and expanding marine-protected areas north to where the penguins are now feeding and breeding could support population growth, the study’s authors said.

Karnauskas notes that the vast majority of marine organisms will be negatively affected by the rise in ocean temperatures and acidification that are expected to occur across the globe as a result of climate change.

«With climate change, there are a lot of new and increasing stresses on ecosystems, but biology sometimes surprises us,» said Karnauskas. «There might be places—little outposts—where ecosystems might thrive just by coincidence.»

Penguin population changes

The Galapagos Penguin population tenuously hangs onto the islands that so enthralled Charles Darwin during his visit in 1835. The penguins once numbered around 2,000 individuals, but in the early 1980s a strong El Nino – a time when sea surface temperatures in the tropical Pacific are unusually warm – brought their numbers down to less than 500 birds. Dogs, cats and rats introduced to the islands also stymied the penguin population by attacking the birds, disturbing their nests, and introducing new diseases, according to previous research.

Despite these setbacks, the penguins gradually increased in number in the following decades, according to local bird counts. Researchers, interested by the increase in penguins, noted that the birds remained near the coldest stretches of water. Nearly all of the Galapagos Penguins live on the western coasts of Isabela and Fernandina, and two-thirds of them huddled near the coldest waters at the southern tips of the islands, according to previous research.

The study’s authors wanted to know whether the growing numbers of penguins were related to local changes in ocean temperature. They combined previously-collected penguin population data from 1982 to 2014 with sea surface temperature data from satellites, ships and buoys for the same time period.

They found that the cold pool, where sea surface temperatures are below 22 degrees Celsius (71 degrees Fahrenheit), expanded 35 kilometers (22 miles) farther north than where it was located at the beginning of the study period. In the 1980s the cold water pocket reached only the southern halves of the western coasts of Isabela and Fernandina. By 2014, the cold water pocket extended across the entire western coasts of the islands.

Varying trade winds, ocean currents

A shift in trade winds and underwater ocean currents likely caused the Galapagos cold pool expansion, propose the authors.

Trade winds blow surface ocean waters from the southern side of the equator to the northern side of the equator. As surface waters pile up in the north, the water at the bottom of the pile is squished south, nudging the Equatorial Undercurrent—a cold current that flows roughly 50 meters (160 feet) under the ocean surface—south of the equator.

Likely due to a combination of natural variation and human-caused climate change, trade winds west of the Galapagos slackened during the study period, lessening the pressure pushing the Equatorial Undercurrent south, according to the new study. Consequently, the ocean current gradually shifted north, increasing the amount of cold water coming to the Galapagos Islands, according to the study’s authors.

Satellite images showed that this expanded pool of cold water likely encouraged the growth of phytoplankton, according to the new study. This increase in ocean algae attracted fish to the area— the main entrée for Galapagos Penguins, suggest the authors. The largest pulses of cold water reached the islands from July through December, coinciding with the penguins’ breeding season. The bountiful fish helped the birds successfully reproduce and feed their young, according to the new study.

Models indicate trade winds will continue to abate in the future as the climate warms, Karnauskas said. This could cause the undercurrent to continue to move north, expanding the Galapagos cold pool and possibly further raising penguin populations, he said. Other animal populations like the endangered Galapagos fur seal and the marine iguana also may profit from the prolific amount of food in the Galapagos cold pool, according to the study’s authors.

Wind and ocean currents could also possibly return to where they were in the 1980s, compressing the cold pool and possibly leading to a decline in penguins, Karnauskas added.

The new study shows how large-scale changes in the climate can act locally, said Michelle L’Heureux, a meteorologist with the National Oceanic and Atmospheric Administration’s Climate Prediction Center in College Park, Maryland, and not an author on the new paper.

«While it is important that we focus on the big picture with climate change, it’s really the small scale that matters to the animals and plants that are impacted,» she said.


 

The Woods Hole Oceanographic Institution is a private, non-profit organization on Cape Cod, Mass., dedicated to marine research, engineering, and higher education. Established in 1930 on a recommendation from the National Academy of Sciences, its primary mission is to understand the ocean and its interaction with the Earth as a whole, and to communicate a basic understanding of the ocean’s role in the changing global environment. For more information, please visit http://www.whoi.edu.

  • originally published WHOI
  • provided by WHOI


Plant coats itself in dead bodies to defend against pests

$
0
0

science_equal_rgb_150w

 

Photo: Eric LoPresti

Photo: Eric LoPresti

 

 

Science shot Science AAAS

By 24 July 2015

The serpentine columbine has found an elaborate way to protect itself from predators. The sticky herb is a favorite snack of Heliothis phloxiphaga moth larvae, which munch its buds, flowers, and fruits. But instead of trying to attack the creepy-crawlies directly, the columbine sends out a chemical signal that attracts dragonflies, beetles, and other insects. When these bugs land on the plant, they get stuck on its sticky, hairy surface (as with the beetle pictured above) and die, coating the columbine with dead bodies. These bodies in turn attract meat eaters like spiders, which also consume the moth larvae while they’re noshing. (The spiders have evolved not to get stuck on the plant.) Such an indirect defense against predators has not been seen in any other plant species, researchers report this month in Ecology. But the authors suspect that, with a bit more looking, biologists will find similar strategies in other plants.

 

Serpentine columbine may use dead bugs to lure in spiders to do its dirty work, researchers report. (Pugawug Tiny Puna/Flickr CC BY-NC-ND 2.0)

Serpentine columbine may use dead bugs to lure in spiders to do its dirty work, researchers report. (Pugawug Tiny Puna/Flickr CC BY-NC-ND 2.0) [provided by related article at smithsonian.com]

 

 

 

 

 

 


Scientists identify schizophrenia’s “Rosetta Stone” gene

$
0
0

cardiff-uniBreakthrough reveals gene’s influence in a vulnerable period of the brain’s development

News release Cardiff University July 28, 2015

MRI Brain image (attached to the original publication)

MRI Brain image (attached to the original publication)

Scientists have identified a critical function of what they believe to be schizophrenia’s “Rosetta Stone” gene that could hold the key to decoding the function of all genes involved in the disease.

The breakthrough has revealed a vulnerable period in the early stages of the brain’s development that researchers hope can be targeted for future efforts in reversing schizophrenia.

In a paper published today in the journal Science, neuroscientists from Cardiff describe having uncovered the previously unknown influence of a gene in ensuring healthy brain development.

The gene is known as ‘disrupted in schizophrenia-1’ (DISC-1). Past studies have shown that when mutated, the gene is a high risk factor for mental illness including schizophrenia, major clinical depression and bipolar disorder.

The aim of this latest study was to determine whether DISC-1’s interactions with other proteins, early on in the brain’s development, had a bearing on the brain’s ability to adapt its structure and function (also known as ‘plasticity’) later on in adulthood.

Many genes responsible for the creation of synaptic proteins have previously shown to be strongly linked to schizophrenia and other brain disorders, but until now the reasons have not been understood.

The team, led by Professor Kevin Fox from the University’s School of Biosciences, found that in order for healthy development of the brain’s synapses to take place, the DISC-1 gene first needs to bind with two other molecules known as ‘Lis’ and ‘Nudel’.

Their experiments in mice revealed that by preventing DISC-1 from binding with these molecules – using a protein-releasing drug called Tamoxifen at an early stage of the brain’s development – it would lack plasticity once it grows to its adult state, preventing cells (cortical neurons) in the brain’s largest region from being able to form synapses.

The ability to form coherent thoughts and to properly perceive the world is damaged as a consequence of this.

Preventing DISC-1 from binding with ‘Lis’ and ‘Nudel’ molecules, when the brain was fully formed, showed no effect on its plasticity. However, the researchers were able to pinpoint a seven-day window early on in the brain’s development – one week after birth –  where failure to bind had an irreversible effect on the brain’s plasticity later on in life.

“We believe that DISC-1 is schizophrenia’s Rosetta Stone gene and could hold the master key to help us unlock our understanding of the role played by all risk genes involved in the disease,” said Professor Fox.

“The potential of what we now know about this gene is immense. We have identified a critical period during brain development that directs us to test whether other schizophrenia risk genes affecting different regions of the brain create their malfunction during their own critical period.

“The challenge ahead lies in finding a way of treating people during this critical period or in finding ways of reversing the problem during adulthood by returning plasticity to the brain. This, we hope, could one day help to prevent the manifestation or recurrence of schizophrenia symptoms altogether.”

Professor Jeremy Hall, an academic mental health clinician and director of the University’s Neuroscience and Mental Health Research Institute, said:

“This paper provides strong experimental evidence that subtle changes early on in life can lead to much bigger effects in adulthood. This helps explain how early life events can increase the risk of adult mental health disorders like schizophrenia.”

Schizophrenia affects around 1% of the global population and an estimated 635,000 people in the UK will at some stage in their lives be affected by the condition. The projected cost of schizophrenia to society is around £11.8 billion a year.

The symptoms of schizophrenia can be extremely disruptive, and have a large impact on a person’s ability to carry out everyday tasks, such as going to work, maintaining relationships and caring for themselves or others.

The research was funded by the Medical Research Council (MRC) and the National Institute of Health (NIH).



The mystery of particle generations

$
0
0

SymmetryMagLogoSignal to background Symmetry Magazine

August 5, 2015 By Matthew R. Francis

 Why are there three almost identical copies of each particle of matter?
Artwork by Sandbox Studio, Chicago (image attached to the original publication)

Artwork by Sandbox Studio, Chicago (image attached to the original publication)

The Standard Model of particles and interactions is remarkably successful for a theory everyone knows is missing big pieces. It accounts for the everyday stuff we know like protons, neutrons, electrons and photons, and even exotic stuff like Higgs bosons and top quarks. But it isn’t complete; it doesn’t explain phenomena such as dark matter and dark energy.

The Standard Model is successful because it is a useful guide to the particles of matter we see. One convenient pattern that has proven valuable is generations. Each particle of matter seems to come in three different versions, differentiated only by mass.

Scientists wonder whether that pattern has a deeper explanation or if it’s just convenient for now, to be superseded by a deeper truth.

The next generations

The Standard Model is a menu listing all of the known fundamental particles: particles that cannot be broken down into constituent parts. It distinguishes between the fermions, which are particles of matter, and the bosons, which carry forces.

The matter particles include six quarks and six leptons. The six quarks are called the up, down, charm, strange, top and bottom quark. Quarks typically don’t exist as single particles but lump together to form heavier particles such as protons and neutrons. Leptons include electrons and their cousins the muons and tau particles, along with the three types of neutrinos.

All of these matter particles fall into three “generations.”

“The three generations are literally copy-paste of the first generation,” says Carleton University physicist Heather Logan. The up, charm and top quarks have the same electric charge, along with the same weak and strong interactions—they primarily differ in the mass, which comes from the Higgs field. The same thing holds for the down, strange and bottom quarks, along with the electron, muon and tau leptons.

“The fact that the three generations couple differently to the Higgs sector is maybe telling us something, but we don’t really know what yet,” Logan says. Most of the generations differ in mass by a lot. For example, the tau lepton is roughly 3600 times more massive than the electron, and the top quark is nearly 100,000 times heavier than the up quark. That difference manifests itself in stability: The heavier generations decay into the lighter generations, until they reach the lightest, which are (as far as we can tell) stable forever.

The generations play a big role in experiments. The Higgs boson, for instance, is an unstable particle that decays into a variety of other particles, including tau leptons. “Since the tau is the heaviest, the Higgs [boson] prefers to change into taus more than electrons or muons,” says Clara Nellist, an experimental particle physicist at the Laboratoire de l’Accélérateur Linéaire in Orsay, France, who works on the ATLAS experiment. “The best way to study how the Higgs interacts with leptons is by looking at a Higgs changing into two taus.”

That sort of observation is the heart of Standard Model physics: Crash two or more particles together, watch what new particles are born, look for patterns in the detritus, and—if we’re really lucky—see what doesn’t fit into the map we have.

Roads outward

While some stuff like dark matter obviously lies outside the charts, the Standard Model itself has a few problems. For example, neutrinos should be massless according to the Standard Model, but real-world experiments show they have very tiny masses. And unlike quarks and electrically charged leptons, the mass differences between the generations of neutrinos are very small, which is why we see them oscillating from one type to another.

Without mass, neutrinos are exactly identical; with the mass, they’re different. And that generational difference is puzzling to theorist Richard Ruiz of the University of Pittsburgh. “There is a pattern here staring at us but we cannot quite figure out how to make sense of it.”

Even if there is only the one Standard Model Higgs, we can learn a lot by how it interacts and decays. For instance, Nellist says, “by studying how often the Higgs boson changes into taus compared to other particles, we can test the validity of the Standard Model and see if there are hints of other generations.”

It’s unlikely, since any fourth generation quark would need to be far more massive even than the top quark. But any anomaly in Higgs decay could tell us a lot.

“Nobody knows why there are three generations,” Logan says. However, the structure of the Standard Model is a clue to what might be beyond, including the theory known as Supersymmetry: “If there are supersymmetric partners of the fermions, they should also fall into the three generations. How their masses are set might give us clues to understanding how the masses of the Standard Model fermions are set and why we have those patterns.”

No matter how many there are, nobody knows why there are generations to begin with. “‘Generations’ is just a conventional organization of the Standard Model’s matter content,” Ruiz says. That organization might survive in a deeper theory (for instance, theories in which quarks are made up of smaller particles called “preons”, which are unlikely based on present data), but new ideas would have to explain why the quarks and leptons seem to fall into the patterns they do.

Ultimately, even though the Standard Model is not the final description of the cosmos, it’s been a good guide so far. As we look for the edges of the map it provides, we get closer to a true and accurate chart of all the particles and their interactions.



At Tiny Scales, a Giant Burst on Tree of Life

$
0
0

logo_quantaA new technique for finding and characterizing microbes has boosted the number of known bacteria by almost 50 percent, revealing a hidden world all around us.

Article By: Kevin Hartnett

 

Travis Bedel for Quanta Magazine

Travis Bedel for Quanta Magazine

(extract)

It used to be that to find new forms of life, all you had to do was take a walk in the woods. Now it’s not so simple. The most conspicuous organisms have long since been cataloged and fixed on the tree of life, and the ones that remain undiscovered don’t give themselves up easily. You could spend all day by the same watering hole with the best scientific instruments and come up with nothing.

Maybe it’s not surprising, then, that when discoveries do occur, they sometimes come in torrents. Find a different way of looking, and novel forms of life appear everywhere.

A team of microbiologists based at the University of California, Berkeley, recently figured out one such new way of detecting life. At a stroke, their work expanded the number of known types — or phyla — of bacteria by nearly 50 percent, a dramatic change that indicates just how many forms of life on earth have escaped our notice so far.

“Some of the branches in the tree of life had been noted before,” said Chris Brown, a student in the lab of Jill Banfield and lead author of the paper. “With this study we were able to fill in many gaps.”


Provided by Quanta Magazine


Theories of Everything, Mapped

$
0
0

 logo_quantaExplore the deepest mysteries at the frontier of fundamental physics and the most promising ideas put forth to solve them.

Physics interactive Quanta Magazine

August 3, 2015 By Natalie Wolchover

“Ever since the dawn of civilization,” Stephen Hawking wrote in his international bestseller A Brief History of Time, “people have not been content to see events as unconnected and inexplicable. They have craved an understanding of the underlying order in the world.”

In the quest for a unified, coherent description of all of nature — a “theory of everything” — physicists have unearthed the taproots linking ever more disparate phenomena. With the law of universal gravitation, Isaac Newton wedded the fall of an apple to the orbits of the planets. Albert Einstein, in his theory of relativity, wove space and time into a single fabric, and showed how apples and planets fall along the fabric’s curves. And today, all known elementary particles plug neatly into a mathematical structure called the Standard Model. But our physical theories remain riddled with disunions, holes and inconsistencies. These are the deep questions that must be answered in pursuit of the theory of everything.

Our map of the frontier of fundamental physics, built by the interactive developer Emily Fuhrman, weights questions roughly according to their importance in advancing the field. It seemed natural to give greatest weight to the quest for a theory of quantum gravity, which would encompass general relativity and quantum mechanics in a single framework. In their day-to-day work, though, many physicists focus more on rooting out dark matter, solving the Standard Model’s hierarchy problem, and pondering the goings-on in black holes, those mysterious swallowers of space and time. For each question, the map presents several proposed solutions. Relationships between these proposals form a network of ideas.

The map provides concise descriptions of highly complex theories; learn more by exploring the links to dozens of articles and videos, and vote for the ideas you find most elegant or promising. Finally, the map is extensive, but hardly exhaustive; proposed additions are welcome below.



Cassiopeia’s Hidden Gem: The Closest Rocky, Transiting Planet

$
0
0
cfa logo

Skygazers at northern latitudes are familiar with the W-shaped star pattern of Cassiopeia the Queen. This circumpolar constellation is visible year-round near the North Star. Tucked next to one leg of the W lies a modest 5th-magnitude star named HD 219134 that has been hiding a secret.

 

News release July 30, 2015Christine Pulliam

Harvard-Smithsonian Center for Astrophysics

 This artist's conception shows the silhouette of a rocky planet, dubbed HD 219134b, as it passes in front of its star. At 21 light-years away, the planet is the closest outside of our solar system that crosses, or transits, its star -- a bonus for astronomers because transiting planets are easier to study. The planet, which is about 1.6 times the size of Earth, is also the nearest confirmed rocky planet outside our solar system. It orbits a star that is cooler and smaller than our sun, whipping snuggly around it in a mere 3 days. The proximity of the planet to the star means that it would be scorching hot and not habitable. NASA/JPL-Caltech

This artist’s conception shows the silhouette of a rocky planet, dubbed HD 219134b, as it passes in front of its star. At 21 light-years away, the planet is the closest outside of our solar system that crosses, or transits, its star — a bonus for astronomers because transiting planets are easier to study. The planet, which is about 1.6 times the size of Earth, is also the nearest confirmed rocky planet outside our solar system. It orbits a star that is cooler and smaller than our sun, whipping snuggly around it in a mere 3 days. The proximity of the planet to the star means that it would be scorching hot and not habitable.
NASA/JPL-Caltech

 This artist's rendition shows one possible appearance for the planet HD 219134b, the nearest rocky exoplanet found to date outside our solar system. The planet is 1.6 times the size of Earth, and whips around its star in just three days. Scientists predict that the scorching-hot planet -- known to be rocky through measurements of its mass and size -- would have a rocky, partially molten surface with geological activity, including possibly volcanoes. NASA/JPL-Caltech

This artist’s rendition shows one possible appearance for the planet HD 219134b, the nearest rocky exoplanet found to date outside our solar system. The planet is 1.6 times the size of Earth, and whips around its star in just three days. Scientists predict that the scorching-hot planet — known to be rocky through measurements of its mass and size — would have a rocky, partially molten surface with geological activity, including possibly volcanoes.
NASA/JPL-Caltech

Astronomers have now teased out that secret: a planet in a 3-day orbit that transits, or crosses in front of its star. At a distance of just 21 light-years, it is by far the closest transiting planet to Earth, which makes it ideal for follow-up studies. Moreover, it is the nearest rocky planet confirmed outside our solar system. Its host star is visible to the unaided eye from dark skies, meaning anyone with a good star map can see this record-breaking system.

«Most of the known planets are hundreds of light-years away. This one is practically a next-door neighbor,» said astronomer Lars A. Buchhave of the Harvard-Smithsonian Center for Astrophysics (CfA).

«Its proximity makes HD 219134 ideal for future studies. The James Webb Space Telescope and future large ground-based observatories are sure to point at it and examine it in detail,» said lead author Ati Motalebi of the Geneva Observatory.

The newfound world, designated HD 219134b, was discovered using the HARPS-North instrument on the 3.6-meter Telescopio Nazionale Galileo in the Canary Islands. The CfA is a major partner with the Geneva Observatory on the HARPS-North Collaboration, which includes several other European partners.

HARPS-North detects planets using the radial velocity method, which allows astronomers to measure a planet’s mass. HD 219134b weighs 4.5 times the mass of Earth, making it a super-Earth.

With such a close orbit, researchers realized that there was good possibility the planet would transit its star. In April of this year they targeted the system with NASA’s Spitzer Space Telescope. At the appropriate time, the star dimmed slightly as the planet crossed the star’s face. Measuring the depth of the transit gave the planet’s size, which is 1.6 times Earth. As a result, the team can calculate the planet’s density, which works out to about 6 g/cm3. This shows that HD 219134b is a rocky world.

But wait, there’s more! The team detected three additional planets in the system using radial velocity data. A planet weighing at least 2.7 times Earth orbits the star once every 6.8 days. A Neptune-like planet with 9 times the mass of Earth circles in a 47-day orbit. And much further out, a hefty fourth world 62 times Earth’s mass orbits at a distance of 2.1 astronomical units (200 million miles) with a «year» of 1,190 days. Any of these planets might also transit the star, so the team plans to search for additional transits in the months ahead.

HD 219134 is an orange Type K star somewhat cooler, smaller and less massive than our Sun. Its key measurements have been pinned down very precisely, which thus allows a more precise determination of the properties of its accompanying planets.

This discovery came from the HARPS-North Rocky Planet Search, a dedicated survey examining about 50 nearby stars for signs of small planets. The team targeted nearby stars because those stars are brighter, which makes follow-up studies easier. In particular, additional observations might allow the detection and analysis of planetary atmospheres.

HD 219134 was one of the closest stars in the sample, so it was particularly lucky to find that it hosts a transiting planet. This system now holds the record for the nearest transiting exoplanet. As such, it likely will be a favorite for researchers for years to come.

 

The paper describing this research has been accepted for publication in the journal Astronomy & Astrophysics.
Headquartered in Cambridge, Mass., the Harvard-Smithsonian Center for Astrophysics (CfA) is a joint collaboration between the Smithsonian Astrophysical Observatory and the Harvard College Observatory. CfA scientists, organized into six research divisions, study the origin, evolution and ultimate fate of the universe.

  • provided by CfA

Ο Τήλεφος

$
0
0
Ηρακλής και Τήλεφος

Ηρακλής και Τήλεφος

Γράφει ο Χείλων

Ο Τήλεφος ήταν γιός του Ηρακλέους και της Αύγης κόρης του Αλέα. Επειδή ήταν καρπός παράνομου έρωτα, ο Αλέας τον εγκατέλειψε στο όρος Παρθένιο για να πεθάνει. Εκεί με την παρέμβαση των θεών διασώθηκε θηλάζοντας από ελαφίνα και κατόπιν ανατράφηκε από βοσκούς.

Εν τω μεταξύ η μητέρα του Αύγη είχε μεταβεί στην Τευθρανία (πόλη της Μυσίας στην Μικρά Ασία) όπου παντρεύτηκε τον βασιλέα Τεύθραντα. Όταν ενηλικιώθηκε ο Τήλεφος μετέβη στην εν λόγω πόλη όπου υιοθετήθηκε από τον Τεύθραντα ο οποίος τον έχρισε και διάδοχό του. Αργότερα όντας βασιλέας, ο Τήλεφος απωθεί τους Αχαιούς οι οποίοι εισέβαλλαν στην χώρα και μάλιστα πληγώνεται θανάσιμα στην μάχη και θεραπεύεται ως δια μαγείας

Η διάσωση του Τήλεφου_λεπτομέρεια βασιλικής_αρχαιολογικό μουσείο Νάπολι

Η διάσωση του Τήλεφου_λεπτομέρεια βασιλικής_αρχαιολογικό μουσείο Νάπολι

Οι εγκαταλείψεις νεογνών

Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε στην κατάληξη των εγκαταλελειμμένων νεογνών της Ελληνικής μυθολογίας.

Ο Μίλητος εγγονός του Μίνωα είχε εγκαταλειφθεί και επέζησε όπως και ο Αιχμαγόρας (γιός του Ηρακλέους και της Φαιλούς) τον οποίο έσωσε ο Ηρακλής.

Ο  Αίγισθος θηλάστηκε από αίγα και επέζησε όπως και ο Ιππόθους, γιος του Ποσειδώνα και της Αλώπης, ο οποίος είχε θηλάσει από φοράδα.

Ο Αμφίων και ο αδελφός του Ζήθος βρέθηκαν και ανατράφηκαν από βοσκό όπως και ο Ασκληπιός.

Η Αταλάντη εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα της, αλλά μια αρκούδα άρχισε να την θηλάζει μέχρι να την σώσουν διερχόμενοι κυνηγοί.

Η Αταλάντη εγκατέλειψε τον γιό της Παρθενοπαίο προσποιούμενη ότι είναι ακόμα παρθένα, αλλά αυτός επέζησε και όταν μεγάλωσε έγινε ένας εκ των Επτά επί Θήβαις.

Οι δίδυμοι Λύκαστος και Παρράσιος, γιοι του Άρη και της Φυλονόμης, είχαν θηλάσει από μια λύκαινα και αργότερα σώθηκαν από ένα βοσκό.

Ο Μελιτεύς, γιος του Δία και της Όθρεως, εγκαταλείφθηκε και σώθηκε από τις μέλισσες τρεφόμενος με μέλι.

Εγκαταλελειμμένοι υπήρξαν επίσης ο Νηλέας, ο Οιδίπους, οι δίδυμοι Ρωμύλος και τον Ρέμος και ο Πάρις.

Οι προαναφερόμενες περιπτώσεις είναι οι γνωστότερες, κυρίως διότι επιβίωσαν, με συνέπεια να γίνει γνωστή η εγκατάλειψη.

Η ντροπή του Αλέα

Αφού εγκατέλειψε τον Τήλεφο, ο Άλεας, αισθανόμενος ντροπή για το γεγονός ότι η κόρη του είχε διαφθαρεί, την έδωσε στον Ναύπλιο ο οποίος ήταν πατέρας του Παλαμήδη και εξαιρετικός ναυτικός με την οδηγία να την πουλήσει κάπου μακριά. Ο Ναύπλιος την μετέφερε στην Τευθρανία της Μυσίας (κοντά στην Πέργαμο της Μικράς Ασίας) όπου παντρεύτηκε με τον Τεύθραντα ο οποίος ήταν κυβερνήτης και γέννησε μαζί του την Αργιόπη.

Αχιλλέας εναντίον Τήλεφου

Αχιλλέας εναντίον Τήλεφου

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Ηρακλής δεν ξεπέρασε την συμπεριφορά του στην Αύγη, δεδομένου ότι ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι του Άλεος, όπου είχε έρθει μετά την εκστρατεία, που κατέληξε στην παλινόρθωση του Τυνδάρεως, βασιλέα της Σπάρτης. Λέγεται επίσης ότι ο Άλεας ανακάλυψε την μητρότητα της κόρης του, όχι με την εύρεση του παιδιού στο ιερό της Αθηνάς, αλλά παρατηρώντας ότι ήταν έγκυος. Για κάποιο λόγο δεν πίστεψε την κόρη του όταν του αποκάλυψε ότι πατέρας ήταν ο Ηρακλής και την παρέδωσε στον Ναύπλιο, με την εντολή να την πνίξει στην θάλασσα.

Ο ρόλος του Ναύπλιου

Ο Ναύπλιος πήρε το κορίτσι μαζί του, αλλά στο δρόμο τους προς το λιμάνι της Αργολίδας, ήρθαν κοντά στο όρος Παρθένιο, αυτή αποσύρθηκε σε ένα άλσος, προφασιζόμενη λόγους φυσικής ανάγκης. Τότε ήταν που γέννησε σε μια θέση όπου χτίστηκε αργότερα ένας ναός προς τιμήν της Ειλειθυίας, αφήνοντας το αγόρι κρυμμένο στους θάμνους. Όταν επέστρεψε, ο Ναύπλιος, αγνοώντας τι είχε συμβεί, την πήρε το λιμάνι αλλά αντί για πνιγμό, όπως είχε λάβει εντολή την έκανε ένα δώρο σε κάποιους Κάρες που επρόκειτο να πλεύσουν προς την Ασία. Έτσι η Αύγη γνώρισε τον Τεύθρα, βασιλιά της Μυσίας, παρόλο που ορισμένοι ισχυρίζονται ότι απλώς μετέβη στην εν λόγω χώρα.

Η διάσωση του Τηλέφου

Ο Τήλεφος βρέθηκε από βοσκούς που ανήκαν στον βασιλέα Κόρυθο, τρεφόμενος από την θηλή μιας ελαφίνας. Αυτοί έφεραν το παιδί στον βασιλέα, ο οποίος τον ανέθρεψε ως γιο και τον ονόμασε Τήλεφο. Χρόνια αργότερα ο Τήλεφος, επιθυμώντας να μάθει για τη μητέρα του, πήγε στους Δελφούς όπου το μαντείο έδωσε εντολή να πλεύσει προς την χώρα του Τεύθρα στην Μυσία. Εκεί ο Τήλεφος ξαναβρίσκει την μητέρα του και έχοντας παντρευτεί την κόρη του Τεύθραντα Αργιόπη, κληρονομεί τον θρόνο μετά το θάνατο του βασιλέα.

Η ιστορία του Τήλεφου_μουσείο Περγάμου

Η ιστορία του Τήλεφου_μουσείο Περγάμου

Άλλη εκδοχή είναι ότι ο Τήλεφος και ο Παρθενόπαιος (γιός της Αταλάντης) εγκαταλείφθηκαν ταυτόχρονα στο όρος Παρθένιο, όπου τους βρήκαν και ανέθρεψαν βοσκοί, ενώ η Αύγη, φοβούμενη τον πατέρα της, κατέφυγε στην Μυσία, όπου υιοθετήθηκε από τον βασιλέα Τεύθραντα.

Ο Τήλεφος νικά τον Ίδα

Ο Τήλεφος έφθασε στην Μυσία, συνοδευόμενος από τον Παρθενόπαιο, ψάχνοντας για τη μητέρα του σύμφωνα με τον χρησμό. Εκείνη την εποχή, ο Ίδας (ο άνθρωπος που σκότωσε τον Κάστορα, έναν εκ των Διόσκουρων) απειλούσε την χώρα. Έτσι ο Τεύθρας υποσχέθηκε το βασίλειο και την θετή κόρη του Αύγη στον Τήλεφο σε αντάλλαγμα της προστασίας από τον εχθρό του. Ο Τήλεφος δέχτηκε την πρόταση και μαζί με τον Παρθενόπαιο νίκησε τον Ίδα.

Τηρώντας την υπόσχεσή του, ο Τεύθρας έδωσε την Αύγη στον Τήλεφο, αλλά εκείνη παραμένοντας πιστή στον Ηρακλή, δεν ήθελε να αγγίξει το σώμα της και προς τούτο πρόταξε ένα ξίφος με σκοπό να σκοτώσει τον Τήλεφο όταν εισήλθε στην αίθουσα του γάμου. Ωστόσο με παρέμβαση των θεών, ένα μεγάλο φίδι γλίστρησε ανάμεσά τους, αναγκάζοντας την Αύγη να ρίξει το ξίφος. Όταν κατόπιν ο Τήλεφος ήταν έτοιμος να την σκοτώσει, εκείνη κάλεσε σε βοήθεια τον Ηρακλή και στη συνέχεια αναγνωρίσθηκε από τον Τήλεφο ως η μητέρα του.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Αύγη και ο Τήλεφος ρίχθηκαν στη θάλασσα από τον Αλέα, αλλά με παρέμβαση της Αθηνάς έφθασαν στην Τευθρανία, όπου τους βρήκε ο Τεύθρας και κατόπιν παντρεύτηκε την Αύγη και υιοθέτησε τον Τήλεφο. Όπως και να’ χει ο Τήλεφος κυβέρνησε την Μυσία, όταν στην χώρα εισέβαλαν οι Αχαιοί, προτιθέμενοι να τιμωρήσουν την Τροία λόγω της απαγωγής της Ελένης, πριν από δύο χρόνια, θεωρώντας εσφαλμένα ότι η Μυσία αποτελεί έδαφος της Τροίας.

Ο  Τήλεφος αντέδρασε και απώθησε τους εισβολείς, σκοτώνοντας μεταξύ άλλων, τον Θέρσανδρο εγγονό του Οιδίποδα. Αυτή η ήττα στις όχθες του ποταμού Κάϊκου ανάγκασε τους Αχαιούς να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Ο Αχιλλέας θεραπεύει τον Τήλεφο με σκουριά από το δόρυ του_μουσείο Ερκολάνο Ιταλία

Ο Αχιλλέας θεραπεύει τον Τήλεφο με σκουριά από το δόρυ του_μουσείο Ερκολάνο Ιταλία

Όσον αφορά στον Τήλεφο κατά τη διάρκεια της μάχης, εγκλωβίσθηκε σε έναν αμπελώνα και τραυματίστηκε από το δόρυ του Αχιλλέα στο μηρό.

Ο Τήλεφος στην Αυλίδα

Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι Αχαιοί αποβιβάσθηκαν στην Μυσία επειδή δεν γνώριζαν πώς να φτάσουν στην Τροία,. Για τον ίδιο λόγο όταν οκτώ χρόνια αργότερα συγκεντρώθηκαν ξανά στην Αυλίδα, προβληματίσθηκαν για το ταξίδι διότι ουδείς μπορούσε να τους δείξει το δρόμο. Εν τω μεταξύ το τραύμα του Τήλεφου δεν είχε επουλωθεί και σύμφωνα με έναν χρησμό έμαθε ότι αυτός που τον τραυμάτισε θα ήταν ο ίδιος που θα τον θεράπευε. Γι’ αυτό ο Τήλεφος, ντυμένος με κουρέλια, εμφανίστηκε στο Άργος ικετεύοντας τον Αχιλλέα να επουλώσει την πληγή του και σε αντάλλαγμα, θα έδειχνε τον δρόμο προς την Τροία.

Τηρώντας την συμφωνία, ο Αχιλλέας τον θεράπευσε ρίχνοντας σκουριά από το δόρυ του στην πληγή και ο Τήλεφος σε ανταπόδοση έδειξε την διαδρομή, την ακρίβεια της οποίας επιβεβαίωσε ο μάντης Κάλχας. Άλλοι ισχυρίζονται ότι όταν έφτασε στο Άργος για να λάβει ιατρική φροντίδα, ακολουθώντας τις συμβουλές της Κλυταιμνήστρας άρπαξε τον μικρό Ορέστη, απειλώντας να τον σκοτώσει εάν δεν θεραπευόταν. Λέγεται ότι οι Αχαιοί δέχθηκαν τον εκβιασμό επειδή ένας χρησμός έλεγε ότι η Τροία δεν καταλαμβάνετο χωρίς την βοήθεια του Τήλεφου. Όταν ο Αχιλλέας απάντησε ότι αγνοούσε τον τρόπο της θεραπείας, ο Οδυσσέας είπε:

«Ο Απόλλων δεν εννοεί εσένα, αλλά το δόρυ που είναι η αιτία του τραύματος» (Οδυσσεύς προς Αχιλλέα – Υγίνος «Ιστορίες» 101)

Ο Τήλεφος πληγωμένος στον μηρό_Βρετανικό μουσείο_ βάζο Ε282

Ο Τήλεφος πληγωμένος στον μηρό_Βρετανικό μουσείο_ βάζο Ε282

Έτσι έξυσαν σκουριά από το δόρυ στην πληγή και ο Τήλεφος θεραπεύτηκε από το ίδιο σταχτί δόρυ που έλαβε ο Πηλέας από τον Χείρωνα όταν παντρεύτηκε την Θέτιδα. Ο Αχιλλέας, που το πήρε από τον πατέρα του, το χρησιμοποίησε στον πόλεμο στην Τροία και όπως λένε, ουδείς μεταξύ των Αχαιών ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει. Οι Αχαιοί τον κάλεσαν να συμμετάσχει στην αποστολή, αλλά ο Τήλεφος αρνήθηκε. Παρόλα αυτά τους οδήγησε στην Τροία πριν επιστρέψει στην Μυσία.

Ο Τήλεφος δεν πολέμησε στον Τρωικό πόλεμο, αλλά ο γιός του Ευρύπυλος συμμετείχε μαζί με δυνάμεις από την Μυσία και σκοτώθηκε από τον Νεοπτόλεμο (γιό του Αχιλλέα).

 

Πηγές

Απολλόδωρος 2.7.4, 2.7.8, 3.9.1;

Διόδωρος 4.33.11-12

Ομήρου «Οδύσσεια» 11.520

Υγίνος «Ιστορίες» 99, 101, 162, 244, 252

Οβίδιος «Μεταμορφώσεις» 13.171



Η εκστρατεία της Καλλίπολης και η θέση της Ελλάδας (1915)

$
0
0

anzaccove1915Στις αρχές Ιανουαρίου 1915 η Ρωσία, πιεζόμενη στον Καύκασο από τους Τούρκους, ζήτησε Αγγλο Γαλλική βοήθεια. Μετά απ’ αυτό, αλλά και την σταθερή απόφαση της Ελλάδας να μείνει ουδέτερη, ο Βρετανός Υπουργός Ναυτικών Ουΐνστον Τσώρτσιλ εισηγήθηκε την εκβίαση των Στενών των Δαρδανελίων από το Βρετανικό Στόλο, διότι εκτιμούσε ότι με τον κατάπλου στην Κωνσταντινούπολη θα κατέρρεε η Τουρκική αντίσταση και τα Βαλκανικά Κράτη θα προσχωρούσαν στους Συμμάχους.

Στις 28 Ιανουαρίου 1915 το Βρετανικό Πολεμικό Συμβούλιο αποφάσισε την πραγματοποίηση αυτής της ενέργειας, καθώς και την αποστολή, αμέσως μετά, εκστρατευτικού σώματος για την κατάληψη της χερσονήσου της Καλλιπόλεως και την επιτυχή ολοκλήρωση της εκστρατείας.

Χάρτης Δαρδανελίων_πηγή wikipedia

Χάρτης Δαρδανελίων_πηγή wikipedia

Τα Στενά των Δαρδανελίων, μήκους 70 χλμ. και πλάτους κάτω των 7.500 μέτρων, είχαν τα φρούρια Ερτογρούλ, Σεντ Ουλ Μπαχρ, Κουμ Καλέ και Ορχανιέ στην είσοδο και τα Τσανάκ Καλέ και Κιλίντ Μπαχρ που πλαισιώνονταν από πλήθος πυροβολαρχιών και προστατεύονταν από πολλά ποντισμένα ναρκοπέδια, ενώ με το ρεύμα διοχετεύονταν στο Αιγαίο πολλές νάρκες.

Ο Στόλος που διατέθηκε για τον σκοπό αυτόν αποτελείτο από 18 θωρηκτά (14 Βρετανικά και 4 Γαλλικά) πολλά καταδρομικά και πλήθος μικρότερα σκάφη υπό το Βρετανό Αντιναύαρχο Κάρντεν. Η επιχείρηση θα γινόταν σε διαδοχικές φάσεις και περιλάμβανε την καταστροφή των φρουρίων της εισόδου και την εκκαθάριση των ναρκοπεδίων. Στη συνέχεια καταστροφή των εσωτερικών φρουρίων με παράλληλη άρση των ναρκοπεδίων και τέλος ενέργεια κατά της Κωνσταντινουπόλεως με τον συμμαχικό στόλο.

Στόλος Δαρδανελίων (πανοραμική άποψη) πηγή wikipedia

Στόλος Δαρδανελίων (πανοραμική άποψη) πηγή wikipedia

Από 19 μέχρι 25 Φεβρουαρίου 1915 βομβαρδίστηκαν σφοδρά τα τέσσερα φρούρια της εισόδου, τα οποία και καταστράφηκαν πλήρως. Στη συνέχεια, από 26 Φεβρουαρίου μέχρι 18 Μαρτίου, έγινε εκκαθάριση των ναρκοπεδίων της εισόδου. Ο Αντιναύαρχος Κάρντεν, θεωρώντας την παραπέρα ενέργεια παρακινδυνευμένη, αρνήθηκε να την αναλάβει και παραιτήθηκε. Στον αντικαταστάτη του Υποναύαρχο Ντε Ρόμπεκ η Βρετανική Κυβέρνηση έδωσε εντολή να εισπλεύσει στα Στενά. Στις 18 Μαρτίου 1915 άρχισε η επίθεση κατά των εσωτερικών φρουρίων και απέτυχε με απώλεια τριών θωρηκτών και πολλών άλλων μικρότερων πλοίων. Μετά την αποτυχία αυτή ζητήθηκε η συνδρομή του Εκστρατευτικού Σώματος, αφού ήταν πλέον φανερό ότι δεν ήταν δυνατή η εκβίαση των Δαρδανελίων μόνο με τις ναυτικές δυνάμεις.

Το Εκστρατευτικό Σώμα συγκροτήθηκε από 5 Βρετανικές μεραρχίες, δυνάμεως 65.000 αντρών και 1 Γαλλικής, δυνάμεως 17.000 αντρών υπό τον Στρατηγό Ντ’ Αμάντ. Η διοίκηση του Εκστρατευτικού Σώματος ανατέθηκε στον Στρατηγό Σερ Γιαν Χάμιλτον. Διατέθηκαν επίσης 150 πυροβόλα και τα πυρά του Στόλου.

Οι Τούρκοι από την πλευρά τους διέθεταν την 5η Στρατιά, αποτελούμενη από 5 μεραρχίες με το Στρατηγείο της στην Καλλίπολη, η οποία μπορούσε να ενισχυθεί άμεσα από 21 μεραρχίες, κατανεμημένες από τη Σμύρνη μέχρι τη Θράκη και το Βόσπορο. Όλες αυτές οι δυνάμεις ήταν υπό τη διοίκηση του Γερμανού Στρατηγού Λίμαν Φον Σάντερς. Διέθεταν επίσης βαρύ πυροβολικό με φρουριακά πυροβόλα των 150, 210 και 350 χιλιοστών.

Η Χερσόνησος της Καλλιπόλεως, μήκους 75 χιλιομέτρων και πλάτους από 6 μέχρι 18 χιλιόμετρα, αποτελεί το δυτικό τμήμα των Δαρδανελίων και καλύπτεται κυρίως από όρη. Στο δυτικό μέρος έχει οροπέδια 150 – 200 μέτρων με μερικά κωνικά υψώματα, όπως το Μπουρνάζ Τεπέ (472 μ.) και το Ακί Μπαμπά (226 μ.) που είναι σημεία προσανατολισμού για τους ναυτικούς. Το νότιο τμήμα της χερσονήσου ορίζεται από τον όρμο Κίλια και τις εκβολές του Ασμάκ Ντερέ κοντά στο Γκαμπά Τεπέ. Περιλαμβάνει το οροπέδιο Κιλίντ Μπαχρ, που δεσπόζει των Στενών και συνδεόταν εκείνη την εποχή οδικώς με το Γκαμπά Τεπέ, γι’ αυτό και αποτέλεσε τον αντικειμενικό σκοπό του Συμμαχικού Εκστρατευτικού Σώματος.

Εκατέρωθεν των στενών υπάρχουν απόκρημνα αντερείσματα που περιορίζουν τη δυνατότητα αποβάσεως. Αμμώδεις ακτές υπάρχουν στα νότια του Γκαμπά Τεπέ και στο Σέντ Ουλ Μπαχρ. Ωστόσο, οι αποβιβαζόμενοι μόλις καταλάβουν τα αντερείσματα αυτά βρίσκονται μπροστά στο όρος Ακί Μπαμπά, που δεσπόζει και είναι φυσικό οχυρό, στηριζόμενο και από τις δύο πλευρές στη θάλασσα. Στους πρόποδές του υπάρχουν το χωριό Κριθιά και ο χείμαρρος Κερεβές Ντερέ, που σαν τάφρος καταλήγει στα ακρωτήρια της Έλλης και του Τεκέ. Βορειότερα μέχρι το Κιλίντ Μπαχρ οι επιτιθέμενοι θα συναντούσαν ακόμη πέντε με έξι απότομες χαράδρες, όπως αυτή του Κερεβές Ντερέ.

Σχεδιάγραμμα ναυτικής επίθεσης 18/3/1915 πηγή revisionworld.com

Σχεδιάγραμμα ναυτικής επίθεσης 18/3/1915

Μετά την επίθεση στις 18 Μαρτίου 1915, οι Τούρκοι οργάνωσαν την άμυνά τους στη χερσόνησο με χαρακώματα, ορύγματα, σκέπαστρα και πυροβολεία και έκαναν σχεδόν απόρθητη την τοποθεσία.

Στις 21 Απριλίου 1915 το αποβατικό Εκστρατευτικό Σώμα συγκεντρώθηκε στον Μούδρο της Λήμνου. Το σχέδιο προέβλεπε την κύρια προσπάθεια στο νότιο άκρο της χερσονήσου και τη δευτερεύουσα στο Γκαμπά Τεπέ με ταυτόχρονη ενέργεια αντιπερισπασμού στη μικρασιατική ακτή. Η κύρια επίθεση ανατέθηκε στην 29η Βρετανική Μεραρχία που θα αποβιβαζόταν στην περιοχή ακρωτήριο Τεκές – Σεντ Ουλ Μπαχρ. Η δευτερεύουσα προσπάθεια ανατέθηκε στο Αυστραλο Νεοζηλανδικό Σώμα Στρατού και ο αντιπερισπασμός στις Γαλλικές δυνάμεις.

Η απόβαση άρχισε στις 25 Απριλίου 1915 και οι Βρετανοί συνάντησαν από την αρχή σθεναρή αντίσταση. Οι Αυστραλοί – Νεοζηλανδοί μέχρι το μεσημέρι αποβίβασαν 12.000 άντρες, αλλά δέχτηκαν σφοδρή αντεπίθεση από τη 19η Τουρκική Μεραρχία του Μουσταφά Κεμάλ, που πέτυχε να ανακόψει τη συμμαχική προέλαση στα υψώματα Τσουνούκ Μπαίρ.

Οι Βρετανοί αποβιβάστηκαν στο άκρο της Χερσονήσου στο Εσκί Χισαρλίκ και στα πλευρά του ακρωτηρίου Τεκέ, αλλά καθηλώθηκαν από την αρχή και μόνο την επομένη, μετά από βομβαρδισμό από το στόλο, ολοκληρώθηκε η κατάληψη του νότιου άκρου με απώλειες 6.000 άντρες, μεταξύ των οποίων και τρεις διοικητές ταξιαρχιών. Οι Γάλλοι πέτυχαν στην ενέργεια του αντιπερισπασμού στην περιοχή Ορχανιέ στην Μικρασιατική ακτή.

Την επομένη, 26 Απριλίου 1915, ο Στρατηγός Χάμιλτον προετοιμάζοντας τη συνέχιση της επιθέσεως κατά Ακί Μπαμπά – Κριθιά ζήτησε την ενίσχυση των Γάλλων. Στις 27 Απριλίου αντικαταστάθηκαν οι Βρετανικές μονάδες, που είχαν δοκιμαστεί σκληρά, από Γαλλικές μονάδες οι οποίες στις 28 Απριλίου εξόρμησαν και κατέλαβαν τη χαράδρα Κερεβές Ντερέ, την οποία όμως εγκατέλειψαν μετά από σφοδρή Τουρκική αντεπίθεση. Η Βρετανική Μεραρχία αναχαιτίστηκε προ του χωριού Κριθιά. Οι απώλειες και η εξάντληση των στρατευμάτων επέβαλαν στη συμμαχική διοίκηση να διατάξει άμυνα επί των εδαφών που είχαν καταληφθεί.

Αυστραλοί στρατιώτες στην εκστρατεία της Καλλίπολης

Αυστραλοί στρατιώτες στην εκστρατεία της Καλλίπολης

Από 29 Απριλίου μέχρι 1 Μαΐου 1915 οι συμμαχικές δυνάμεις ασχολήθηκαν με την αναδιοργάνωσή τους, ενώ ενισχύθηκαν με 2 μεραρχίες, 1 Βρετανική και 1 Γαλλική.

Στις αρχές του Μαΐου έγινε νέα επίθεση στην περιοχή της χαράδρας Κερεβές Ντερέ χωρίς επιτυχία, παρά τις βαριές απώλειες και την καταβύθιση τριών θωρηκτών που υποστήριζαν την ενέργεια. Ο Στρατηγός Ντ’ Αμάντ αποχώρησε και αντικαταστάθηκε από το Στρατηγό Γκουριό. Κατά τον Ιούνιο και Ιούλιο εντάθηκαν οι προσπάθειες κατά Κερεβές Ντερέ με ελάχιστα κέρδη και απώλειες 30% περίπου. Εδώ τραυματίσθηκε βαριά και ο Στρατηγός Γκουριό και αντικαταστάθηκε από το Στρατηγό Μπαγιού.

Τον Αύγουστο του 1915 οι συμμαχικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 12 μεραρχίες, εκ των οποίων 2 Γαλλικές και αποφασίστηκε επίθεση μεγάλης κλίμακας με απόβαση στον κόλπο της Σούβλας. Η ενέργεια αυτή αποσκοπούσε στην κατάληψη του όρμου της Κίλια από την κατεύθυνση των χωριών Ανάφαρτα και Μπογιαλί. Η επίθεση όμως δεν κατέληξε σε θετικό αποτέλεσμα. Και στις 22 Αυγούστου 1915 διακόπηκε, λόγω της εξαντλήσεως των τμημάτων. Η μοναδική επιτυχία που σημειώθηκε ήταν να δημιουργηθεί και ένα τρίτο μικρό προγεφύρωμα στον όρμο της Σούβλας.

Η επίθεση των Συμμάχων κατά των Δαρδανελίων συγκλόνισε την κοινή γνώμη στην Ελλάδα, διότι είχε ως αντικειμενικό σκοπό την Κωνσταντινούπολη. Ο Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος έκρινε ότι έφτασε η στιγμή της επεμβάσεως και αποφάσισε να διαθέσει στους Συμμάχους ένα Σώμα Στρατού και ολόκληρο το Στόλο. Στις 28 Φεβρουάριου 1915 ανακοίνωσε την απόφαση αυτή στον Βασιλέα Κωνσταντίνο Α’, ο οποίος όμως παρατήρησε ότι η ενέργεια ήταν δύσκολη και συνέστησε στον Πρωθυπουργό να βολιδοσκοπήσει τους Συμμάχους.

Ελευθέριος Βενιζέλος

Ελευθέριος Βενιζέλος

Την επομένη, 1 Μαρτίου 1915, ο Βενιζέλος κάλεσε τον Πρεσβευτή της Μεγάλης Βρετανίας και υπέβαλε την πρότασή του στη Βρετανική Κυβέρνηση. Ταυτόχρονα έδωσε εντολή στην Επιτελική Υπηρεσία του Στρατού να καταρτίσει το σχέδιο της επιχειρήσεως και συνέταξε υπόμνημα προς τον Βασιλέα, στον οποίο πρότεινε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην επιχείρηση κατά των Δαρδανελίων με ένα σώμα στρατού, ενώ τα άλλα τέσσερα στην Μακεδονία θα εξασφάλιζαν το Ελληνικό έδαφος από τη Βουλγαρία. Η Βρετανική Κυβέρνηση απάντησε αμέσως ότι δεχόταν ευχάριστα την προσφορά και σημείωνε ότι αναγκαιούσε και ο Στόλος.

Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς (2)

Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς (2)

Το υπόμνημα στον Βασιλέα υπέβαλε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός στις 2 Μαρτίου 1915. Εξερχόμενος όμως από το γραφείο του συνάντησε τον Αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά, Αρχηγό της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού, ο οποίος του υπέβαλε την παραίτησή του, διαφωνώντας ριζικά με την ενέργεια. Όπως ανέφερε σε σχετική έκθεση, που του επέδωσε, η στάση της Βουλγαρίας ήταν αμφίβολη και η έκβαση της εκστρατείας αβέβαιη, διότι το σώμα στρατού δε θα ανέτρεπε τον συσχετισμό δυνάμεων, είχε χαθεί ο αιφνιδιασμός και η τοποθεσία ήταν ισχυρά οργανωμένη.

Ακόμη ανέφερε ότι και μετά την εκβίαση των Δαρδανελίων δε θα τελείωνε η εκστρατεία και όταν ο Στόλος εμφανιζόταν προ της Κωνσταντινουπόλεως δεν θα σταματούσε η αντίσταση των Τούρκων, διότι είχαν 12 μεραρχίες στην Θράκη. Οι δυνάμεις των Συμμάχων ήταν ανεπαρκείς και έπρεπε να συμπληρωθούν. Η επιχείρηση έπρεπε να μελετηθεί από κοινού και να αναληφθεί εφόσον το αποτέλεσμα ήταν εξασφαλισμένο. Υποτιμήθηκε ο εχθρός και δε μελετήθηκε η ενέργεια. Δύο μέτρα θα ελάττωναν τους κινδύνους. Πρώτον, η συμμετοχή της Ρωσίας με σοβαρές δυνάμεις στον Πύργο και την Βάρνα της Βουλγαρίας και δεύτερο, η διάθεση από τους Συμμάχους των απαιτούμενων δυνάμεων σε συνεννόηση με την Ελλάδα. Ο Πρωθυπουργός ανησύχησε σοβαρά από την παραίτηση του Μεταξά και επανήλθε ζητώντας τη σύγκληση του Συμβουλίου του Στέμματος για τη λήψη της αποφάσεως.

Κωνσταντίνος Α'

Κωνσταντίνος Α’

Στις 3 Μαρτίου 1915 συνήλθε το Συμβούλιο του Στέμματος υπό την Προεδρία του Βασιλέα και μέλη, τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως και τους πρώην Πρωθυπουργούς Στέφανο Δραγούμη, Γεώργιο Θεοτόκη, Κυριάκο Μαυρομιχάλη, Δημήτριο Ράλλη.

Στο συμβούλιο, υπόψη του οποίου τέθηκαν όλα τα δεδομένα, οι γνώμες ήσαν διχασμένες και δεν ελήφθη απόφαση. Συμφώνησαν ωστόσο, να συνέλθουν και πάλι σε δύο ημέρες. Την επομένη όμως, η Ρωσία πληροφορήθηκε την Ελληνική πρόταση για συμμετοχή της στην εκστρατεία των Δαρδανελίων και αμέσως πήρε αρνητική θέση, δηλώνοντας προς την Αγγλία και την Γαλλία ότι η εμφάνιση της Ελληνικής Σημαίας στην Κωνσταντινούπολη, για λόγους πολιτικούς και θρησκευτικούς θα προκαλούσε ανησυχία και αγανάκτηση στη Ρωσία. Επιπλέον, αξίωνε να της δοθούν μετά τον πόλεμο η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά, απαίτηση την οποία δέχτηκαν και οι δύο χώρες με προφορική απάντησή τους μετά διήμερο και την επισημοποίησαν με την υπογραφή σχετικής συμφωνίας στις 27 Μαρτίου.

Στο μεταξύ στις 5 Μαρτίου συνήλθε εκ νέου το Συμβούλιο Στέμματος, αλλά χωρίς και πάλι να επιτευχθεί συμφωνία.

Δημήτριος Γούναρης

Δημήτριος Γούναρης

Κατόπιν αυτού, την επομένη ο Βασιλιάς γνώρισε στο Πρωθυπουργό ότι αποφάσισε η Ελλάδα να παραμείνει για ένα διάστημα ακόμη ουδέτερη. Ο Βενιζέλος, θεωρώντας ότι δεν μπορούσε να παραμείνει στη θέση του, υπέβαλε την παραίτηση της Κυβερνήσεώς του και ο Βασιλιάς ανέθεσε το σχηματισμό νέας Κυβερνήσεώς στον αρχηγό της αντιπολιτεύσεως Δημήτριο Γούναρη. Η νέα Κυβέρνηση ορκίστηκε στις 10 Μαρτίου 1915.

Η εκστρατεία της Καλλίπολης ή εκστρατεία των Δαρδανελίων ή μάχη της Καλλίπολης ή μάχη του Τσανάκκαλε διήρκεσε οκτώ μήνες (από τις 25 Απριλίου 1915 μέχρι τις 9 Ιανουαρίου 1916) και μετά από σκληρές μάχες και πολλά θύματα σε αμφότερες τις πλευρές, είχε ως αποτέλεσμα η δύναμη εισβολής να αποχωρήσει. Η εκστρατεία ήταν μια από τις μεγαλύτερες νίκες των Οθωμανών κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και θεωρείται ως μια μεγάλη αποτυχία για τους Συμμάχους.

Πηγή

ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΟΝ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ – Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού 1993

 


Οι Ιχθυοκένταυροι

$
0
0

ΙχθυοκένταυροιΓράφει ο Χείλων

Οι Ιχθυοκένταυροι, ήσαν θαλάσσια πλάσματα της Ελληνικής Μυθολογίας, ο κορμός των οποίων ήταν ανθρώπινος και το υπόλοιπο σώμα κατέληγε σε ουρά ιχθύος. Θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ένα είδος Τριτώνων (Τρίτωνες = θαλάσσιες θεότητες με σώμα ανθρώπινο και ιχθύος) με την διαφορά ότι αντί χέρια είχαν πόδια αλόγου.  (Τζέτζης, Λυκόφρων 34, 886, 892.).

Τις περισσότερες φορές απεικονίζονται με οστρακοειδείς κορώνες στα κεφάλια τους, ή με κεραίες αστακών στο μέτωπο. Οι Ιχθυοκένταυροι είχαν την δυνατότητα να αναπνέουν υποβρύχια και ήσαν δεινοί κολυμβητές, έχοντας την ικανότητα να ταξιδεύουν σε μεγάλες αποστάσεις αναπτύσσοντας μεγάλες ταχύτητες. Ήσαν επίσης σε θέση να επικοινωνούν υποβρύχια με πολλά από τα θαλάσσια όντα που μοιράζονταν μαζί τους την απεραντοσύνη της θάλασσας.

Ήσαν ειρηνικά και φιλήσυχα πλάσματα και τιμούσαν την οικογένεια και τους φίλους τους, αφοσιούμενοι ολόψυχα σε όσους τους προσέφεραν βοήθεια. Δεν ποσό της βοήθειας ή ενθάρρυνση ήταν σπατάλη σε εκείνους νοιαζόταν για. Αυτή είναι μια αρκετά διαφορετική εικόνα από την αντίστοιχη των εξαδέλφων τους Κενταύρων, οι οποίοι συνήθως ενεργούσαν παρορμητικά και ήσαν ευερέθιστοι, επιτιθέμενοι σε τυχαίους ανθρώπους χωρίς πραγματικό λόγο, απλώς και μόνο διότι αρέσκονταν στην πρόκληση του αγώνα.

Αντιθέτως οι Ιχθυοκένταυροι ήσαν ήπιοι χαρακτήρες και συμπεριφέρονταν με πολύ πιο χαλαρό τρόπο. Ένα άλλο θετικό σημείο ήταν η διαβόητη σχέση τους με τις θαλάσσιες νύμφες, γεγονός που τους διασφάλιζε την δυνατότητα να ζουν για αιώνες και τους επέτρεπε να γνωρίζουν πολλές καταστάσεις στην θάλασσα και να συσσωρεύουν υπομονή και σοφία.

6509719981_790e3bf220

Γέννηση της Αφροδίτης_λεπτομέρεια σαρκοφάγου_Ρώμη_Villa Borghese_3ος αι. π.Χ.

Οι γνωστότεροι Ιχθυοκένταυροι της Ελληνικής μυθολογίας ονομάζονταν Βυθός και Αφρός και ήσαν δίδυμοι γιοί του Κρόνου (βασιλέα των Τιτάνων) και της θαλάσσιας νύμφης Φιλύρας. Η καταγωγή τους καθιστούσε ετεροθαλείς αδελφούς του σοφού Κενταύρου Χείρωνα και θεωρούνταν ομοίως σοφοί διδάσκαλοι των Νυμφών και των άλλων θαλασσίων όντων που διαβιούσαν στο βασίλειο του Ποσειδώνα. Σύμφωνα με τους θρύλους, τα δύο αδέλφια ήταν στην πραγματικότητα αυτοί που μετέφεραν το κοχύλι της Αφροδίτης από τον ωκεανό στον αφρό της θάλασσας και έτσι γεννήθηκε η θεά του έρωτα.

Οι δίδυμοι Ιχθοκένταυροι εμφανίζονται σε πλείστα όσα τεχνουργήματα. Στο μωσαϊκό της επικεφαλίδας από το μουσείο της Zeugma στην Τουρκία, το οποίο αναπαριστά την γέννηση της Αφροδίτης, είναι χαραγμένα τα ονόματά τους, καθώς αυτοί ανασηκώνουν το κοχύλι από την θάλασσα. Πιθανόν ο Αφρός να θεωρείτο ο θετός πατέρας της δίνοντας το όνομά του στο αντίστοιχο θαλάσσιο στοιχείο (αφρό). Οι δύο θεότητες εμφανίζονται σε ζεύγος γλυπτών (Λούβρο και μουσείο Βατικανού αντίστοιχα) όπου απεικονίζονται να μεταφέρουν τους Σειληνούς (συντρόφους του θεού Διονύσου) όταν αυτοί εκδιώχθηκαν από τον βασιλέα της Θράκης Λυκούργο.  Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Τρίτων και άλλες θαλάσσιες θεότητες ορισμένες φορές απεικονίζονται σε μωσαϊκές παραστάσεις ως Ιχθυοκένταυροι.

Ιχθυοκένταυροι σε τοιχογραφία στο Palazzo Vecchio, Φλωρεντία_Giorgio Vasari ,1511–1574

Ιχθυοκένταυροι σε τοιχογραφία στο Palazzo Vecchio, Φλωρεντία_Giorgio Vasari ,1511–1574

Ελάχιστα είναι γνωστά για τις δύο θεότητες, εκτός από όσα μπορούν να συναχθούν από απεικονίσεις στην τέχνη, καθώς και μια σύντομη αναφορά στο Βυζαντινό λεξικό της Σούδας. Ο Αφρός περιγράφεται ως ο πρώτος βασιλέας της Αφρών (Καρχηδονίων) λόγω ενός μωσαϊκού που ανακαλύφθηκε στην Τυνησία (στην περιοχή της αρχαίας Καρχηδόνας) το οποίο επιβεβαιώνει αυτή την υπόθεση. Απεικονίζει ένα ζευγάρι Αφρικανικών θαλασσίων – Θεών να κολυμπούν παράλληλα με το άρμα του Ποσειδώνα: ο ένας είναι ο Αφρός και ο άλλος ένας Τρίτων με διπλή ουρά, θεότητα της Λιβυκής λίμνης Τριτωνίδος. Ένα άλλο ψηφιδωτό από την Πάφο στην Κύπρο, απεικονίζει τον Βυθό μόνο του (ονομαστικά) να μεταφέρει την Νηρηίδα Θέτιδα, μαζίμε δύο άλλες Νηρηίδες, την Δωρίδα και την Γαλάτεια.

Υγίνος, Ιστορίες 197: «Στον ποταμό Ευφράτη λέγεται ότι έχει πέσει ένα αυγό υπέροχου μεγέθους, το οποίο μαζεύει τα ψάρια στην όχθη. Περιστέρια κάθισαν επάνω του και όταν ζεστάθηκε αρκετά εκκόλαψε την Αφροδίτη, που αργότερα καθιερώθηκε ως η Σύρια θεά Αστάρτη. Δεδομένου ότι χαρακτηριζόταν από δικαιοσύνη και ευθύτητα, λόγω της χάρης που της είχε δοθεί από τον Δία, τοποθέτησε τα ψάρια ανάμεσα στους αστερισμούς ως Ιχθείς και λόγω αυτού του γεγονότος οι Σύριοι δεν τρώνε ψάρια ή περιστέρια, θεωρώντας τα θεούς.» (Σημ.: Τα εν λόγω ψάρια θεωρούνται η αρχική μορφή των μετέπειτα Ιχθυοκενταύρων).


Magnetically driven resonance helps heat the Sun’s atmosphere!

$
0
0

naoj_logo

Hinode, IRIS, and ATERUI Cooperate on 70 year old Solar Mystery

Press release August 24, 2015 NAOJ

Solar physicists have captured the first direct observational signatures of resonant absorption, thought to play an important role in solving the “coronal heating problem” which has defied explanation for over 70 years.

Figure: (Left) For reference, an image of the entire Sun taken by SDO/AIA in extreme ultra-violet light (false color). (Right) An image of a solar prominence at the limb of the Sun taken by Hinode/SOT in visible light (Ca II H line, false color). As shown in the image, a prominence is composed of long, thin structures called threads. A scale model of the Earth is shown on the right for reference.

Figure: (Left) For reference, an image of the entire Sun taken by SDO/AIA in extreme ultra-violet light (false color). (Right) An image of a solar prominence at the limb of the Sun taken by Hinode/SOT in visible light (Ca II H line, false color). As shown in the image, a prominence is composed of long, thin structures called threads. A scale model of the Earth is shown on the right for reference.

 

An international research team from Japan, the U.S.A., and Europe led by Drs. Joten Okamoto and Patrick Antolin combined high resolution observations from JAXA’s Hinode mission and NASA’s IRIS (Interface Region Imaging Spectrograph) mission, together with state-of-the-art numerical simulations and modeling from NAOJ’s ATERUI supercomputer. In the combined data, they were able to detect and identify the observational signatures of resonant absorption.

Resonant absorption is a process where two different types of magnetically driven waves resonate, strengthening one of them. In particular this research looked at a type of magnetic waves known as Alfvénic waves which can propagate through a prominence (a filamentary structure of cool, dense gas floating in the corona). Here, for the first time, researchers were able to directly observe resonant absorption between transverse waves and torsional waves, leading to a turbulent flow which heats the prominence. Hinode observed the transverse motion and IRIS observed the torsional motion; these results would not have been possible without both satellites.

This new information can help explain how the solar corona reaches temperatures of 1,000,000 degrees Celsius; the so called “coronal heating problem.”


  • provided by  NAOJ

 


Feathery filaments in Mon R2

$
0
0
Feathery filaments in Mon R2 Released 24/08/2015 3:00 pm Copyright ESA/Herschel/PACS/SPIRE/HOBYS Key Programme consortium

Feathery filaments in Mon R2
Released :  24/08/2015 3:00 pm
Copyright : ESA/Herschel/PACS/SPIRE/HOBYS Key Programme consortium

Description
Fierce flashes of light ripple through delicate tendrils of gas in this new image, from ESA’s Herschel space observatory, which shows the dramatic heart of a large and dense cosmic cloud known as Mon R2. This cloud lies some 2700 light-years away and is studded with hot, newly-formed stars.

Packed into the bright centre of this region are several hot ‘bubbles’ of ionised hydrogen, associated with newborn stars situated nearby. Here, gas heated to a temperature of 10 000 °C quickly expands outwards, inflating and enlarging over time. Herschel has explored the bubbles in Mon R2, finding them to have grown over the course of 100 000 to 350 000 years.

This process forms bubble-like cavities that lie within the larger Mon R2 cloud. These are known as HII regions and Mon R2 hosts four of them, clustered together in the central blue-white haze of bright light — one at the very centre, two stretching out like butterfly wings to the top left and bottom right, and another sitting just above the centre.

Each is associated with a different hot and luminous B-type star. These stars can be many times the mass of the Sun and usually appear with a blue hue due to their high temperature.

Astronomers have found that the hot bubbles in Mon R2 are enveloped by vast clouds of cold, dense gas, sitting within the filaments that stretch across the frame. In stark contrast to the gas in the hot bubbles, these clouds can be at temperatures as low as –260 °C, just above absolute zero.

This particular cluster of HII regions has been studied as part of the Herschel imaging survey of OB young stellar objects, or HOBYS, programme. This image combines multiple Herschel observations obtained with the PACS and SPIRE cameras and has been processed to highlight the cloud’s clumpy complex of filaments, visible here in great and dramatic detail.


 

  • provided by ESA

 


CSIRO calls on researchers worldwide to join forces to save honey bees

$
0
0

CSIRO_Logo

 

Honey bees are essential for the pollination of about one third of the food we eat – including fruit, vegetables, oils, seeds and nuts – yet their health and ability to pollinate our crops is under serious threat.

News release August 25, 2015 CSIRO

 

To help tackle this worldwide problem, CSIRO is leading the Global Initiative for Honey bee Health – an international collaboration of researchers, beekeepers, farmers, industry, and technology companies aimed at better understanding what is harming bees and finding solutions to help secure crop pollination.

The Varroa mite, seen here latched onto a bee pupae, is the most significant pest to honeybees around the world. © CSIRO

The Varroa mite, seen here latched onto a bee pupae, is the most significant pest to honeybees around the world.
© CSIRO

 

The health of honey bees is under increasing pressure on a global scale. The impact of losing the free pollination services provided by feral honey bees will be farmers paying beekeepers to bring bees in to pollinate their crops, resulting in price hikes in everything from cucumbers and oranges, to cashews and onions. © CSIRO

The health of honey bees is under increasing pressure on a global scale. The impact of losing the free pollination services provided by feral honey bees will be farmers paying beekeepers to bring bees in to pollinate their crops, resulting in price hikes in everything from cucumbers and oranges, to cashews and onions.
© CSIRO

Integral to the research effort are micro-sensors that are manually fitted to bees which work like a vehicle e-tag system, with strategically placed receivers identifying individual bees and recording their movements in and around bee hives.

“The tiny technology allows researchers to analyse the effects of stress factors including disease, pesticides, air pollution, water contamination, diet and extreme weather on the movements of bees and their ability to pollinate,” Professor Paulo de Souza, CSIRO Science Leader, said.

“We’re also investigating what key factors, or combination of factors, lead to bee deaths on mass.”

“The sensors, working in partnership with Intel technology, operate in a similar way to an aeroplane’s black box flight recorder in that they provide us with vital information about what stress factors impact bee health.”

The Global Initiative for Honey Bee Health (GIHH) is an international alliance of researchers led by the CSIRO. In a world first, the GIHH will seek to address threats to honey bee health through a world-wide data collection exercise. © CSIRO

The Global Initiative for Honey Bee Health (GIHH) is an international alliance of researchers led by the CSIRO. In a world first, the GIHH will seek to address threats to honey bee health through a world-wide data collection exercise.
© CSIRO

As bees are normally predictable creatures, changes in their behaviour indicate stress factors or a change in their environment. By modelling bee movement researchers can help identify the causes of stress in order to protect the important pollinating work honey bees do and identify any disease or other biosecurity risks.

CSIRO Pollination Researcher, Dr Saul Cunningham, said Australia has been very lucky, so far, to be the only country that doesn’t have the devastating Varroa mite, which has wiped out bee colonies overseas at an alarming rate.

“This puts Australia in a good position to act as a control group for research on this major issue that could one day become our problem too,” Dr Cunningham said.

However, Australia’s horticulture and agricultural industries are particularly vulnerable to declines in honey bee populations as they rely on un-managed feral honey bees for much of their crop pollination.

Honey bees are essential for food production, providing pollination services for around one third of the food we eat. © CSIRO

Honey bees are essential for food production, providing pollination services for around one third of the food we eat.
© CSIRO

“Our managed bee pollination services would be hard-pressed to meet the extra demand required to replace the key role un-managed honey bees play so, the outcome would likely be a drop in crop production and a rise in prices of popular food staples like fruit and veggies,” Dr Cunningham said.

The international initiative is being mounted to assist in uniting the efforts of those working in the critical area of protecting bee health.

“The time is now for a tightly-focused, well-coordinated national and international effort, using the same shared technology and research protocols, to help solve the problems facing honey bees worldwide before it is too late,” Professor de Souza said.

A sensor is placed onto the back of a drone bee. Data gathered by the Global Initiative for Honey bee Health (GIHH) will provide valuable information to scientists, beekeepers, primary producers, industry groups and governments to achieve impacts around improved biosecurity measures, crop pollination, bee health, food production and better strategies on sustainable farming practices, food security and impacts on ecosystems in general. © CSIRO

A sensor is placed onto the back of a drone bee. Data gathered by the Global Initiative for Honey bee Health (GIHH) will provide valuable information to scientists, beekeepers, primary producers, industry groups and governments to achieve impacts around improved biosecurity measures, crop pollination, bee health, food production and better strategies on sustainable farming practices, food security and impacts on ecosystems in general.
© CSIRO


 


Viewing all 951 articles
Browse latest View live